τλάω: Difference between revisions

1,769 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_5
(6_20)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τλάω''': ῥιζικὸς [[τύπος]] [[οὐδαμοῦ]] ἀπαντῶν κατ’ ἐνεστ. (εἰ μὴ παρὰ συγγραφεῦσι [[λίαν]] μεταγενεστέροις, [[οἷον]] παρὰ τῷ Τζέτζῃ), ἀνθ’ οὗ παραλαμβάνεται ὁ πρκμ. τέτληκα, ἢ οἱ ἐνεστῶτες [[τολμάω]], ἀνέχομαι, [[ὑπομένω]], κλπ.· μέλλ. τλήσομαι Ἰλ. Λ. 317 καὶ Ἀττ. ποιητ. (εὐκτ. τλήσοι Βάβρ. σελ. 2. 91) Δωρ. τλάσομαι Πίνδ.· μεταγεν. μέλλ. ταλάσσω Λυκόφρ. 746· - Ἐπικ. ἀόρ. α΄ ἐτάλασσα Ἰλ. Ρ. 166· ὑποτ. ταλάσσω Γ. 829., Ο. 164 (μέσ. ἀόρ. ταλάσσατο, Ὀππ. Κυν. 3. 155)· παρὰ μεταγεν. ἔτλησα Χριστ. Πάσχ. 22, (δι-) Ἐπικ. παρὰ Διογ. Λ. 9. 4· - ἀλλ’ ὁ ἐν [[κοινῇ]] χρήσει ἀόρ. ἦτο [[ἔτλην]] ([[ὥσπερ]] ἐξ ἐνεστ. *[[τλῆμι]]), Ἐπικ. τλῆν, Δωρ. ἔτλᾱν, γ΄ πληθ. ἔτλησαν Εὐρ. Ἱκ. 171, πρβλ. Σοφ. Φιλ. 1201, Ἐπικ. ἔτλᾰν Ἰλ. Φ. 608· προστακτ. τλῆθι Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 5. 56, Σοφοκλ., κλπ., Δωρικ. τλᾶθι Πίνδ.· β΄ ἑνικ. ὑποτακτ. τλῇς Τραγικ.· εὐκτικ. τλαίην, γ΄ πληθυντ. τλαῖεν Ἰλ. Ρ. 490· ἀπαρέμ. τλῆναι Τραγικ., Ἐπικ. τλήμεναι Θεόκρ. 25. 174· μετοχ. τλάς, τλᾶσα· πρκμ. (ἐπὶ σημασίας ἐνεστ.) τέτληκα, ἀλλ’ ὡς πράγματι, πρκμ. ἐν Ἀριστοφ. Πλ. 280· - ἐκ τοῦ πρκμ. τέτληκα, ὃν ὁ Ὅμηρ. μεταχειρίζεται μόνον ἐν τῇ ὁριστικῇ, ἐσχηματίσθησαν κατὰ συγκοπὴν τὸ α΄ πληθυντ. τέτλαμεν (Ὀδ. Υ. 311), ἡ προστ. τέτλᾰθι Ἰλ. Ε. 382, τετλάτω Ὀδ. Π. 275· εὐκτ. τετλαίην Ἰλ. Ι. 373· Ἐπικ. ἀπαρ. τετλάμεναι Ὀδ. Ν. 307, τετλάμεν Ζ. 190, τετλάναι Ἀθήν. 271A, Ἐπικ. μετοχ. τετληώς, θηλ. τετληυῖα Ὀδ. Υ. 23, γενικ. τετληότος Ὅμηρ. ῶτος, Ὀρφ. Ἀργ. 1358, κλπ. (Ἐκ τῆς √ΤΑΛ παράγονται [[ὡσαύτως]] αἱ λέξεις τλῆναι, Ἄ-τλας, πολύτλας, τάλας, τλήμων, τάλαντον, τολμάω, τελαμών, τάλαρος, Τάνταλος, πιθαν. καὶ τὸ ἀντλέω, Λατ. tolleno, [[ἴσως]] δὲ καὶ τὸ τέλος ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ [[φόρος]] ἢ [[δασμός]], πρβλ. Σανσκρ. tûl, tôla-yâmi, tula-yâmi (tollo, pontero), tul-a (libra), tul-yas (aequus, πρβλ. ἀτάλαντος)· Ἀρχ. Λατ. tol-i (= tul-i), toll-o, tole-ro· Γοτθ. thul-a ([[ἀνέρχομαι]])· us-thulains ([[ὑπομονή]])· Ἀγγλο-Σαξον. thol-ian, Σκωτ. thole ([[ὑπομένω]]), Ἀρχ. Γερμ. dol-êm, dul-tu (dulde)). Ποιητ. [[ῥῆμα]] ἐν χρήσει παρ’ Ἰσοκρ. 60C (πρβλ. Ἀριστ. Ρητορ. 3. 7, 11), Ξεν. Κύρ. 3. 1, 2· ἀλλὰ τὸ [[τολμάω]] [[εἶναι]] ὁ [[συνήθης]] παρὰ τοῖς πεζογράφοις [[τύπος]] (πρβλ. [[τλήμων]])· Ι. [[ἀνέρχομαι]], [[ὑπομένω]] κόπους, δυσχερείας, δυσκολίας, κτλ., ἀλλ’ [[οὐδέποτε]] ὡς τὸ [[φέρω]], ἐπὶ σωματικοῦ βάρους ἢ ἄχθους· 1) ἀπολ., [[ὑπομένω]], καρτερῶ, [[ἤτοι]] ἐγὼ μενέω καὶ τλήσομαι Ἰλ. Λ. 317, πρβλ. Τ. 308· ἔτι τλαίης ἐνιαυτόν, «καρτερήσειας, ὑπομείνειας» (Σχόλ.), Ὀδ. Α. 288, Β. 219· [[μάλιστα]] ἐν τῇ προστ., [[τέτλαθι]], μῆτερ ἐμή, καὶ ἀνάσχεο Ἰλ. Α. 586· τλῆτε, φίλοι, Β. 299· [[τέτλαθι]] δή, [[κραδίη]] Ὀδ. Υ. 18· [[οὕτως]] ἐν τῇ ἀπαρεμφ., σὺ δὲ τετλάμεναι καὶ ἀνάγκῃ Ν. 370· καὶ ἐν τῇ μετοχῇ, τετληότι θυμῷ, [[μετὰ]] καρτερίας ψυχῆς, Δ. 447, κλπ.· [[κραδία]] τετληυῖα, καρτερικὴ καρδία, Υ. 23· - [[ἐνίοτε]] προσδιορίζεται δι’ ἐξηρτημένης προτάσεως, τλῆ δ’ Ἄρης, ὅτε μιν... δῆσαν, ὑπέμεινεν, ἐκαρτέρησεν ὁ Ἄρης, Ἰλ. Ε. 385, πρβλ. 392, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 807. 2) μετ’ αἰτ. πράγματ., [[ἔτλην]] οἷ’ [[οὔπω]] καὶ [[ἄλλος]] Ἰλ. Ω. 505· καὶ [[ἔτλην]] ἀνέρος εὐνήν, καὶ ὑπέμεινα συνουσίαν ἀνδρός, Σ. 433· ῥίγιστα... τετληότες εἰμὲν Ε. 873· τλῆ δ’ [[Ἀΐδης]]... ὀϊστόν, ὑπέμεινε νὰ κτυπηθῇ ὑπ’ [[αὐτοῦ]], [[αὐτόθι]] 395· ἔτλα [[πένθος]] Πινδ. Ι. 7 (6). 52· οἷα χρὴ [[πάθη]] τλῆναι πρὸς Ἥρας Αἰσχύλ. Πρ. 704, πρβλ. Ἀγ. 1453, Χο. 753, Σοφ. Ο. Κ. 1077. ΙΙ. μετ’ ἀπαρεμφ., τολμῶ νὰ πράξω τι, πῶς ἔτλης ἐλθέμεν οἷος; Ἰλ. Ω. 519· [[οὔτε]] λόχονδ’ ἰέναι τέτληκας θυμῷ Α. 228, πρβλ. Φ. 150, Η. 480, κλπ.· οὕτω καὶ παρ’ Ἡσ., Πινδ., κλπ.· - παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς, τολμῶ νὰ πράξω τι [[ἐναντίον]] τῶν ἰδίων μου πεποιθήσεων ἢ διαθέσεων [[εἴτε]] ἀγαθῶν [[εἴτε]] κακῶν, [[ὅθεν]], ἔχω τὸ θάρρος, τὴν αὐθάδειαν, τὴν σκληρότητα ἢ τὴν ὑπομονήν, τὴν εὐμένειαν νὰ πράξω τι, ἔς τε δὴ πατρὶ [[ἔτλην]] γεγωνεῖν νυκτίφοιτ’ ὀνείρατα, [[ἔσχον]] τὸ θάρρος νά…, Αἰσχύλ. Πρ. 657, πρβλ. Ἀγ. 224· ἔτλα... φῶς ἀλλάξαι, ἐδέχθη νά..., Σοφ. Ἀντ. 944· πῶς ἔτλης σὰς ὄψεις μαρᾶναι; πῶς ἠδυνήθης νά...; ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 1327· οὐδ’ ἔτλης... ἐφυβρίσαι, οὐδ’ εἶχες τὴν σκληρότητα νά…, ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 1384· μὴ τλῇς με προδοῦναι, μὴ ἔσο τόσον σκληρὸς [[ὥστε]] νά με ἐγκαταλίπῃς, Εὐρ. Ἄλκ. 275 (ἴδε Monk. ἐν τόπῳ)· οὐ γὰρ ἂν τλαίην [[ἰδεῖν]], οὐ γὰρ ἂν ὑπομείναιμι [[ἰδεῖν]], δὲν θὰ εἶχον τὸ θάρρος νὰ ἴδω (τοὺς ἱππέας, νὰ παρουσιασθῶ εἰς αὐτούς), Ἀριστοφ. Νεφ. 119, πρβλ. 1386, Σφ. 1159, Πλ. 280. 2) μετ’ αἰτ. πράγμ. ([[ἔνθα]] δυνάμεθα νὰ ὑπονοήσωμεν τὸ δρᾶν), ἀποτολμῶ τι, τολμῶ νὰ πράξω τι, ἄτλητα τλᾶσα Αἰσχύλ. Ἀγ. 408· εἰ καὶ τοῦτ’ ἔτλη Σοφ. Τρ. 71, πρβλ. Εὐρ. Ἑκ. 1251. 3) [[μετὰ]] μετοχ., τάδε τέτλαμεν εἰσορόωντες Ὀδ. Υ. 311· ἀλλ’ ἐν Ε. 362, Ἰλ. Ε. 383 ἡ μετοχὴ [[εἶναι]] ἀνεξάρτητος ἀπὸ τοῦ ῥήματος)· οὕτω καὶ [[Σιμωνίδης]] 85. 13, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1041, Θήβ. 756, Σοφ. Ἠλ. 943.
|lstext='''τλάω''': ῥιζικὸς [[τύπος]] [[οὐδαμοῦ]] ἀπαντῶν κατ’ ἐνεστ. (εἰ μὴ παρὰ συγγραφεῦσι [[λίαν]] μεταγενεστέροις, [[οἷον]] παρὰ τῷ Τζέτζῃ), ἀνθ’ οὗ παραλαμβάνεται ὁ πρκμ. τέτληκα, ἢ οἱ ἐνεστῶτες [[τολμάω]], ἀνέχομαι, [[ὑπομένω]], κλπ.· μέλλ. τλήσομαι Ἰλ. Λ. 317 καὶ Ἀττ. ποιητ. (εὐκτ. τλήσοι Βάβρ. σελ. 2. 91) Δωρ. τλάσομαι Πίνδ.· μεταγεν. μέλλ. ταλάσσω Λυκόφρ. 746· - Ἐπικ. ἀόρ. α΄ ἐτάλασσα Ἰλ. Ρ. 166· ὑποτ. ταλάσσω Γ. 829., Ο. 164 (μέσ. ἀόρ. ταλάσσατο, Ὀππ. Κυν. 3. 155)· παρὰ μεταγεν. ἔτλησα Χριστ. Πάσχ. 22, (δι-) Ἐπικ. παρὰ Διογ. Λ. 9. 4· - ἀλλ’ ὁ ἐν [[κοινῇ]] χρήσει ἀόρ. ἦτο [[ἔτλην]] ([[ὥσπερ]] ἐξ ἐνεστ. *[[τλῆμι]]), Ἐπικ. τλῆν, Δωρ. ἔτλᾱν, γ΄ πληθ. ἔτλησαν Εὐρ. Ἱκ. 171, πρβλ. Σοφ. Φιλ. 1201, Ἐπικ. ἔτλᾰν Ἰλ. Φ. 608· προστακτ. τλῆθι Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 5. 56, Σοφοκλ., κλπ., Δωρικ. τλᾶθι Πίνδ.· β΄ ἑνικ. ὑποτακτ. τλῇς Τραγικ.· εὐκτικ. τλαίην, γ΄ πληθυντ. τλαῖεν Ἰλ. Ρ. 490· ἀπαρέμ. τλῆναι Τραγικ., Ἐπικ. τλήμεναι Θεόκρ. 25. 174· μετοχ. τλάς, τλᾶσα· πρκμ. (ἐπὶ σημασίας ἐνεστ.) τέτληκα, ἀλλ’ ὡς πράγματι, πρκμ. ἐν Ἀριστοφ. Πλ. 280· - ἐκ τοῦ πρκμ. τέτληκα, ὃν ὁ Ὅμηρ. μεταχειρίζεται μόνον ἐν τῇ ὁριστικῇ, ἐσχηματίσθησαν κατὰ συγκοπὴν τὸ α΄ πληθυντ. τέτλαμεν (Ὀδ. Υ. 311), ἡ προστ. τέτλᾰθι Ἰλ. Ε. 382, τετλάτω Ὀδ. Π. 275· εὐκτ. τετλαίην Ἰλ. Ι. 373· Ἐπικ. ἀπαρ. τετλάμεναι Ὀδ. Ν. 307, τετλάμεν Ζ. 190, τετλάναι Ἀθήν. 271A, Ἐπικ. μετοχ. τετληώς, θηλ. τετληυῖα Ὀδ. Υ. 23, γενικ. τετληότος Ὅμηρ. ῶτος, Ὀρφ. Ἀργ. 1358, κλπ. (Ἐκ τῆς √ΤΑΛ παράγονται [[ὡσαύτως]] αἱ λέξεις τλῆναι, Ἄ-τλας, πολύτλας, τάλας, τλήμων, τάλαντον, τολμάω, τελαμών, τάλαρος, Τάνταλος, πιθαν. καὶ τὸ ἀντλέω, Λατ. tolleno, [[ἴσως]] δὲ καὶ τὸ τέλος ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ [[φόρος]] ἢ [[δασμός]], πρβλ. Σανσκρ. tûl, tôla-yâmi, tula-yâmi (tollo, pontero), tul-a (libra), tul-yas (aequus, πρβλ. ἀτάλαντος)· Ἀρχ. Λατ. tol-i (= tul-i), toll-o, tole-ro· Γοτθ. thul-a ([[ἀνέρχομαι]])· us-thulains ([[ὑπομονή]])· Ἀγγλο-Σαξον. thol-ian, Σκωτ. thole ([[ὑπομένω]]), Ἀρχ. Γερμ. dol-êm, dul-tu (dulde)). Ποιητ. [[ῥῆμα]] ἐν χρήσει παρ’ Ἰσοκρ. 60C (πρβλ. Ἀριστ. Ρητορ. 3. 7, 11), Ξεν. Κύρ. 3. 1, 2· ἀλλὰ τὸ [[τολμάω]] [[εἶναι]] ὁ [[συνήθης]] παρὰ τοῖς πεζογράφοις [[τύπος]] (πρβλ. [[τλήμων]])· Ι. [[ἀνέρχομαι]], [[ὑπομένω]] κόπους, δυσχερείας, δυσκολίας, κτλ., ἀλλ’ [[οὐδέποτε]] ὡς τὸ [[φέρω]], ἐπὶ σωματικοῦ βάρους ἢ ἄχθους· 1) ἀπολ., [[ὑπομένω]], καρτερῶ, [[ἤτοι]] ἐγὼ μενέω καὶ τλήσομαι Ἰλ. Λ. 317, πρβλ. Τ. 308· ἔτι τλαίης ἐνιαυτόν, «καρτερήσειας, ὑπομείνειας» (Σχόλ.), Ὀδ. Α. 288, Β. 219· [[μάλιστα]] ἐν τῇ προστ., [[τέτλαθι]], μῆτερ ἐμή, καὶ ἀνάσχεο Ἰλ. Α. 586· τλῆτε, φίλοι, Β. 299· [[τέτλαθι]] δή, [[κραδίη]] Ὀδ. Υ. 18· [[οὕτως]] ἐν τῇ ἀπαρεμφ., σὺ δὲ τετλάμεναι καὶ ἀνάγκῃ Ν. 370· καὶ ἐν τῇ μετοχῇ, τετληότι θυμῷ, [[μετὰ]] καρτερίας ψυχῆς, Δ. 447, κλπ.· [[κραδία]] τετληυῖα, καρτερικὴ καρδία, Υ. 23· - [[ἐνίοτε]] προσδιορίζεται δι’ ἐξηρτημένης προτάσεως, τλῆ δ’ Ἄρης, ὅτε μιν... δῆσαν, ὑπέμεινεν, ἐκαρτέρησεν ὁ Ἄρης, Ἰλ. Ε. 385, πρβλ. 392, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 807. 2) μετ’ αἰτ. πράγματ., [[ἔτλην]] οἷ’ [[οὔπω]] καὶ [[ἄλλος]] Ἰλ. Ω. 505· καὶ [[ἔτλην]] ἀνέρος εὐνήν, καὶ ὑπέμεινα συνουσίαν ἀνδρός, Σ. 433· ῥίγιστα... τετληότες εἰμὲν Ε. 873· τλῆ δ’ [[Ἀΐδης]]... ὀϊστόν, ὑπέμεινε νὰ κτυπηθῇ ὑπ’ [[αὐτοῦ]], [[αὐτόθι]] 395· ἔτλα [[πένθος]] Πινδ. Ι. 7 (6). 52· οἷα χρὴ [[πάθη]] τλῆναι πρὸς Ἥρας Αἰσχύλ. Πρ. 704, πρβλ. Ἀγ. 1453, Χο. 753, Σοφ. Ο. Κ. 1077. ΙΙ. μετ’ ἀπαρεμφ., τολμῶ νὰ πράξω τι, πῶς ἔτλης ἐλθέμεν οἷος; Ἰλ. Ω. 519· [[οὔτε]] λόχονδ’ ἰέναι τέτληκας θυμῷ Α. 228, πρβλ. Φ. 150, Η. 480, κλπ.· οὕτω καὶ παρ’ Ἡσ., Πινδ., κλπ.· - παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς, τολμῶ νὰ πράξω τι [[ἐναντίον]] τῶν ἰδίων μου πεποιθήσεων ἢ διαθέσεων [[εἴτε]] ἀγαθῶν [[εἴτε]] κακῶν, [[ὅθεν]], ἔχω τὸ θάρρος, τὴν αὐθάδειαν, τὴν σκληρότητα ἢ τὴν ὑπομονήν, τὴν εὐμένειαν νὰ πράξω τι, ἔς τε δὴ πατρὶ [[ἔτλην]] γεγωνεῖν νυκτίφοιτ’ ὀνείρατα, [[ἔσχον]] τὸ θάρρος νά…, Αἰσχύλ. Πρ. 657, πρβλ. Ἀγ. 224· ἔτλα... φῶς ἀλλάξαι, ἐδέχθη νά..., Σοφ. Ἀντ. 944· πῶς ἔτλης σὰς ὄψεις μαρᾶναι; πῶς ἠδυνήθης νά...; ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 1327· οὐδ’ ἔτλης... ἐφυβρίσαι, οὐδ’ εἶχες τὴν σκληρότητα νά…, ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 1384· μὴ τλῇς με προδοῦναι, μὴ ἔσο τόσον σκληρὸς [[ὥστε]] νά με ἐγκαταλίπῃς, Εὐρ. Ἄλκ. 275 (ἴδε Monk. ἐν τόπῳ)· οὐ γὰρ ἂν τλαίην [[ἰδεῖν]], οὐ γὰρ ἂν ὑπομείναιμι [[ἰδεῖν]], δὲν θὰ εἶχον τὸ θάρρος νὰ ἴδω (τοὺς ἱππέας, νὰ παρουσιασθῶ εἰς αὐτούς), Ἀριστοφ. Νεφ. 119, πρβλ. 1386, Σφ. 1159, Πλ. 280. 2) μετ’ αἰτ. πράγμ. ([[ἔνθα]] δυνάμεθα νὰ ὑπονοήσωμεν τὸ δρᾶν), ἀποτολμῶ τι, τολμῶ νὰ πράξω τι, ἄτλητα τλᾶσα Αἰσχύλ. Ἀγ. 408· εἰ καὶ τοῦτ’ ἔτλη Σοφ. Τρ. 71, πρβλ. Εὐρ. Ἑκ. 1251. 3) [[μετὰ]] μετοχ., τάδε τέτλαμεν εἰσορόωντες Ὀδ. Υ. 311· ἀλλ’ ἐν Ε. 362, Ἰλ. Ε. 383 ἡ μετοχὴ [[εἶναι]] ἀνεξάρτητος ἀπὸ τοῦ ῥήματος)· οὕτω καὶ [[Σιμωνίδης]] 85. 13, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1041, Θήβ. 756, Σοφ. Ἠλ. 943.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> τλήσομαι, <i>f. réc.</i> τλήσω, <i>ao. épq.</i> [[ἐτάλασσα]];<br /><i>ao.2</i> [[ἔτλην]] (<i>dor.</i> [[ἔτλαν]]) &gt; <i>impér.</i> [[τλῆθι]], <i>sbj.</i> τλῶ, <i>opt.</i> τλαίην, <i>inf.</i> [[τλῆναι]], <i>part.</i> τλάς, τλᾶσα, τλάν;<br /><i>pf. au sens d’un prés.</i><br /><i>litt.</i> prendre sur soi, se charger de, <i>d’où</i> :<br /><b>I.</b> supporter, souffrir, acc. ; <i>abs.</i> [[τλῆτε]] φίλοι IL tenez bon, amis ; [[τέτλαθι]], μῆτερ ἐμή, καὶ [[ἀνάσχεο]] IL supporte cela, ô ma mère, et résigne-toi ; τετληότι θυμῷ OD d’une âme patiente, avec un cœur patient ; avec un inf. : [[οὐ]] γὰρ ἂν τλαίην [[ἰδεῖν]] AR car je ne supporterais pas de voir ; avec un part. : [[τάδε]] καὶ τέτλαμεν εἰσορόωντες OD nous supportons d’être témoins de cela, nous supportons encore cela avec patience;<br /><b>II.</b> avec un acc. : prendre la force de ; τλ. τὸ γενναῖον SOPH prendre la force d’être courageux ; avec une nég. : ne pas faire l’effort de, <i>càd</i> ne pas juger nécessaire de;<br /><b>III.</b> avec un inf. :<br /><b>1</b> se résigner à, avoir le courage de : ἔτλα ἀλλάξαι οὐράνιον [[φῶς]] SOPH (Danaé) supporta d’être privée de la lumière du ciel ; [[πῶς]] ἔτλης σὰς ὄψεις μαρᾶναι ; SOPH comment as-tu eu le courage de mutiler tes yeux ?;<br /><b>2</b> avoir la hardiesse <i>ou</i> la cruauté de.<br />'''Étymologie:''' R. Ταλ &gt; Τλα par métath. ; cf. [[τάλας]], [[τλήμων]], <i>lat.</i> tollo, tuli, tolero.
}}
}}