3,258,313
edits
(6_16) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σύντομος''': -ον, ἀκριβῶς ὡς τὸ Λατιν. concisus, ὡς καὶ νῦν, συντετμημένος, [[βραχύς]], κοινῶς [[κοντός]], [[μάλιστα]] ἐπὶ ὁδοῦ, ἀτραπὸς ξύντομος, σύντομον «μονοπάτι», Ἀριστοφ. Βάτρ. 123· ἡ [[κατάβασις]] συντομωτέρη Ἡρόδ. 7. 223· τὰ σύντομα τῆς ὁδοῦ ὁ αὐτ. 1. 185., 4. 136· συντομώτατον ὁ αὐτ. 2. 158., 4. 183· τὰ ξυντομώτατα Θουκ. 2. 97· ἡ [[σύντομος]] (ἐξυπακουομ. ὁδὸς) Ἡρόδ. 5. 17, Ξεν., κλπ.· ἡ συντομωτάτη ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 7. 5, 21, πρβλ. [[συντέμνω]] ΙΙ, ΙΙΙ. 2) ἐπὶ ὁμιλίας, λόγου, κτλ., [[σύντομος]], [[βραχύς]], [[ὀλίγος]], [[μῦθος]] Αἰσχύλ. Πέρσ. 698. Εὐρ., κλπ.· συντομώτερος ὁ [[λόγος]] Ἰσοκρ. 32C· σ. [[λέξις]] Ἀριστ. Ρητορ. 3. 12. 6· ἐπεισόδιον ὁ αὐτ. ἐν Ποιητ. 17, 9· σ. [[ἀνάμνησις]], [[σύντομος]] [[περίληψις]], ὁ αὐτ. ἐν Ρητορ. πρ. Ἀλέξ. 21, 1· φανῶ… σημεῖα τῶνδε σ. Σοφ. Ο. Τ. 710· τὸ σύντομον, [[συντομία]], Διον. Ἁλ. τῶν Ἀρχ. Κρίσις 3. 1. 3) ἐπὶ ἄλλων πραγμάτων, ξυντομωτάτη [[διαπολέμησις]] Θουκ. 7. 42· σ. [[ἐμβολή]], [[παρουσία]] Πολύβ. 3. 78, 6, κτλ. 4) ἐπὶ ἀναστήματος, [[βραχύς]], «[[κοντός]]», Καλλ. Ἐπιγράμμ. 12. ΙΙ. Ἐπίρρ. συντόμως, ἐν συντομίᾳ, βραχέως, διὰ βραχέων, σ. φημίζειν, λέγειν Αἰσχύλ. Ἀγ. 629, Εὐμ. 585, Σοφ., κλπ.· πεύσει τὰ πάντα σ. ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 415· ὡς σ. εἰπεῖν Πλάτ. Τίμ. 25Ε· ― [[οὕτως]] οὐδέτ. πληθ., σὺ δ’ εἰπέ μοι μὴ [[μῆκος]], ἀλλὰ σύντομα Σοφ. Ἀντ. 446. ― Συγκρ. -ώτερον, Ἰσοκρ. 53D, κτλ. ― Ὑπερθ. -ώτατα ὁ αὐτ. 214Α· συντομώτατόν γ’ εἰπεῖν Ἄλεξις ἐν «Φαίδρῳ» 1. 4· ― ἀλλ’ εὑρίσκομεν καὶ -ωτέρως, Ἰσαῖ. 83. 11· -ωτάτως, Σοφ. Ο. Κ. 159. 2) ἐπὶ χρόνου, ἐν βραχεῖ, [[ταχέως]], ἀμέσως, ἀπολλύναι Ἱππ. Ἀφορ. 1247· οὕτω καὶ Σοφ. ἐν Ο. Τ. 810, Ξεν., κλπ. | |lstext='''σύντομος''': -ον, ἀκριβῶς ὡς τὸ Λατιν. concisus, ὡς καὶ νῦν, συντετμημένος, [[βραχύς]], κοινῶς [[κοντός]], [[μάλιστα]] ἐπὶ ὁδοῦ, ἀτραπὸς ξύντομος, σύντομον «μονοπάτι», Ἀριστοφ. Βάτρ. 123· ἡ [[κατάβασις]] συντομωτέρη Ἡρόδ. 7. 223· τὰ σύντομα τῆς ὁδοῦ ὁ αὐτ. 1. 185., 4. 136· συντομώτατον ὁ αὐτ. 2. 158., 4. 183· τὰ ξυντομώτατα Θουκ. 2. 97· ἡ [[σύντομος]] (ἐξυπακουομ. ὁδὸς) Ἡρόδ. 5. 17, Ξεν., κλπ.· ἡ συντομωτάτη ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 7. 5, 21, πρβλ. [[συντέμνω]] ΙΙ, ΙΙΙ. 2) ἐπὶ ὁμιλίας, λόγου, κτλ., [[σύντομος]], [[βραχύς]], [[ὀλίγος]], [[μῦθος]] Αἰσχύλ. Πέρσ. 698. Εὐρ., κλπ.· συντομώτερος ὁ [[λόγος]] Ἰσοκρ. 32C· σ. [[λέξις]] Ἀριστ. Ρητορ. 3. 12. 6· ἐπεισόδιον ὁ αὐτ. ἐν Ποιητ. 17, 9· σ. [[ἀνάμνησις]], [[σύντομος]] [[περίληψις]], ὁ αὐτ. ἐν Ρητορ. πρ. Ἀλέξ. 21, 1· φανῶ… σημεῖα τῶνδε σ. Σοφ. Ο. Τ. 710· τὸ σύντομον, [[συντομία]], Διον. Ἁλ. τῶν Ἀρχ. Κρίσις 3. 1. 3) ἐπὶ ἄλλων πραγμάτων, ξυντομωτάτη [[διαπολέμησις]] Θουκ. 7. 42· σ. [[ἐμβολή]], [[παρουσία]] Πολύβ. 3. 78, 6, κτλ. 4) ἐπὶ ἀναστήματος, [[βραχύς]], «[[κοντός]]», Καλλ. Ἐπιγράμμ. 12. ΙΙ. Ἐπίρρ. συντόμως, ἐν συντομίᾳ, βραχέως, διὰ βραχέων, σ. φημίζειν, λέγειν Αἰσχύλ. Ἀγ. 629, Εὐμ. 585, Σοφ., κλπ.· πεύσει τὰ πάντα σ. ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 415· ὡς σ. εἰπεῖν Πλάτ. Τίμ. 25Ε· ― [[οὕτως]] οὐδέτ. πληθ., σὺ δ’ εἰπέ μοι μὴ [[μῆκος]], ἀλλὰ σύντομα Σοφ. Ἀντ. 446. ― Συγκρ. -ώτερον, Ἰσοκρ. 53D, κτλ. ― Ὑπερθ. -ώτατα ὁ αὐτ. 214Α· συντομώτατόν γ’ εἰπεῖν Ἄλεξις ἐν «Φαίδρῳ» 1. 4· ― ἀλλ’ εὑρίσκομεν καὶ -ωτέρως, Ἰσαῖ. 83. 11· -ωτάτως, Σοφ. Ο. Κ. 159. 2) ἐπὶ χρόνου, ἐν βραχεῖ, [[ταχέως]], ἀμέσως, ἀπολλύναι Ἱππ. Ἀφορ. 1247· οὕτω καὶ Σοφ. ἐν Ο. Τ. 810, Ξεν., κλπ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />raccourci, court :<br /><b>1</b> <i>en parl. d’un chemin, d’un trajet</i> [[σύντομος]] [[ὁδός]] XÉN, ἡ [[σύντομος]] HDT, ἡ συντομωτάτη XÉN le chemin le plus court;<br /><b>2</b> <i>en parl. du langage, du style</i> συντομώτερος [[λόγος]] ISOCR discours plus concis;<br /><b>3</b> <i>en gén.</i> (guerre, <i>etc.</i>);<br /><i>Cp.</i> συντομώτερος, <i>Sp.</i> συντομώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[συντέμνω]]. | |||
}} | }} |