συγκατέρχομαι: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_5)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συγκατέρχομαι''': ἀποθ., μετ’ ἀορ. καὶ πρκμ. ἐνερ.· ― [[κατέρχομαι]] ἐν συνοδείᾳ ἢ [[ὁμοῦ]], Ἀριστ. π. Ἐνυπν. 3. 10, ΙΙ. [[ἐπανέρχομαι]] [[ὁμοῦ]], [[ὑποστρέφω]] ἐκ τῆς ἐξορίας [[ὁμοῦ]], Λυσί. 187. 33, Ἀριστ. Πολιτ. 4. 15. 15, κτλ.· τινι, μετά τινος, Λυσί. 188. 6· μετά τινος Πλουτ. Δίων 29.
|lstext='''συγκατέρχομαι''': ἀποθ., μετ’ ἀορ. καὶ πρκμ. ἐνερ.· ― [[κατέρχομαι]] ἐν συνοδείᾳ ἢ [[ὁμοῦ]], Ἀριστ. π. Ἐνυπν. 3. 10, ΙΙ. [[ἐπανέρχομαι]] [[ὁμοῦ]], [[ὑποστρέφω]] ἐκ τῆς ἐξορίας [[ὁμοῦ]], Λυσί. 187. 33, Ἀριστ. Πολιτ. 4. 15. 15, κτλ.· τινι, μετά τινος, Λυσί. 188. 6· μετά τινος Πλουτ. Δίων 29.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> descendre ensemble;<br /><b>2</b> revenir ensemble (de l’exil).<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κατέρχομαι]].
}}
}}