3,277,649
edits
(6_8) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπόστᾰσις''': -εως, ἡ, ([[ὑφίστημι]])· Α. ὡς [[ἐνέργεια]]. 1) [[ὑποστήριξις]], τοῦ βάρους Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 16, 7. 2) ἡ [[συμπίεσις]] ὑγρῶν τὰ ὁποῖα ἔπρεπε νὰ ἔλθωσιν εἰς τὴν ἐπιφάνειαν· [[ἀπόστημα]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 806, ἴδε Foës. Oecon.· ὑπ. τῆς κοιλίης, [[ἔμφραξις]], ὁ αὐτ. 3) τὸ τοποθετεῖν τινα εἰς ἐνέδραν ἢ τὸ κτεῖσθαι ἐν ἐνέδρᾳ, τὸ ἐνεδρεύειν, Σοφ. Ἀποσπ. 644. ΙΙ. (ἐκ τοῦ παθητ.), τὸ ἵστασθαι [[ὑποκάτω]], [[σταθερότης]], ἀντίθετον τῷ [[ἀπόρρυσις]], Ἱππ. 741H, πρβλ. 822D. 2) [[ὑποστροφή]], [[ἐπιστροφή]], τοῦ κύματος Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 8, 38. Β. ὡς [[πρᾶγμα]], Ι. ἐπὶ ὑγρῶν, τὸ μένον [[ὑποκάτω]] ἐν τῷ πυθμένι, «καταπάτι», κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἐκχυνόμενον, Ἱππ. 686. 38, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19. 14, Μετεωρολογ. 4. 5, 6, κ. ἀλλ.· - [[μάλιστα]] δὲ ἡ [[ὑποστάθμη]] τῶν οὔρων, ἡ ὑπ. ἡ εἰς τὴν κύστιν Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 3, 20· ἡ τῆς ὑγρᾶς τροφῆς ὑπ. ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Μορ. 2. 2, 3· ἐκ τῶν νεφρῶν ἡ γιγνομένη ὑπ. [[αὐτόθι]] 3. 9, 6· καὶ ἐπὶ τῶν ξηρῶν περιττωμάτων ἢ τῆς κόπρου, ἡ τῆς ξηρᾶς τροφῆς ὑπ. [[αὐτόθι]] 2. 2, 3, πρβλ. 4. 2, 7, Μετεωρ. 2. 3, 14· πρβλ. [[ὑπόσταλσις]]. 2) νέφους ὑποστάσεις, διαρκεῖς στάσεις, Διόδ. 1. 48. 3) [[εἶδος]] «πηκτῆς» ἢ πυκνοῦ ζωμοῦ, Ἰωνικὸς [[πλούταξ]] ὑποστάσεις ποιῶν Μένανδρος ἐν «Τροφωνίῳ» 1. 10, πρβλ. Διεύχη παρ’ Ὀρειβασ., [[Πολυδ]]. ϛʹ, 60. ΙΙ. [[πρᾶγμα]] ὑποβαλλόμενον, τιθέμενον [[ὑποκάτω]], [[ὑποστήριγμα]], ὑπ. ξύλου, κατὰ τὴν τοποθέτησιν ἐξηρθρωμένου μέλους, Ἱππ. Μοχλ. 856· - ἡ βάσις ἢ τὸ θεμέλιον ναοῦ, κλπ, Διόδ. 1. 66., 13. 82. 2) μεταφορ., ἐπὶ διηγήσεως, λόγου ῥητορικοῦ ἢ ποιήματος, ἡ [[ὑπόθεσις]], τὸ περιεχόμενον, ἡ βάσις [[αὐτοῦ]], Πολύβ. 4. 2, 1, πρβλ. Schweigh. 1. 5, 3, Διόδ. 1. 3. κλπ.· - [[ὡσαύτως]], τὸ [[σημεῖον]] τῆς ἀναχωρήσεως, ἡ πρώτη [[ἀρχή]], ὁ αὐτ. 1. 66· ἡ ἀρχὴ λαοῦ, ἡ [[γένεσις]] [[αὐτοῦ]], Ἰώσηπος κατὰ Ἀπίωνος, 1. 1· - βάσις ἐνεργείας, σχέδιον, [[σκοπός]], Διόδ. 16. 32· κατὰ τὴν ἰδίαν ὑπ. ὁ αὐτ. 1. 28, κλπ.· πρὸς τὴν ἰδίαν ὑπ. ὁ αὐτ. 1. 3. 3) τὸ θεμέλιον ἢ ἡ βάσις (ὁ [[λόγος]]) τῆς ἐλπίδος, τῆς πεποιθήσεως, τοῦ θάρρους, τῆς ἀποφάσεως, τῆς εὐσταθείας, ἐπὶ στρατιωτῶν, Πολύβ. 4. 50, 10, Διόδ. 1. 6, Ἐπιστ. πρὸς Ἑβρ. γ΄, 14· ἡ ὑπ. τῆς καυχήσεως πρὸς Κορ. ια΄, 17, πρβλ. θ΄, 4, πρ. Ἑβρ. γ΄, 14· ὑπ. τῶν ἐλπιζομένων, [[πεποίθησις]] περὶ πραγμάτων τὰ ὁποῖα ἐλπίζει τις, Ἐπιστ. πρ. Ἑβρ. ια΄, 1 (ἐκτὸς ἐὰν ἡ προσεχὴς [[σημασία]] τοῦ [[ὑπόστασις]] ([[οὐσία]], πραγματικότης) ληφθῇ ὡς ἁρμόζουσα [[ἐνταῦθα]]) ΙΙΙ. [[οὐσία]], [[φύσις]], δύσσχιστα, τῷ κολλώδη τὴν ὑπ. ἔχειν, ξύλα δυσκόλως σχιζόμενα [[ἐπειδὴ]] ἡ [[οὐσία]] αὐτῶν [[εἶναι]] [[κολλώδης]] ([[ῥητινώδης]]), Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 5. 16, 4· ἡ τοῦ γεώδους ὑπ. [[αὐτόθι]] 6. 7, 4. 2) [[οὐσία]], πραγματικὴ [[ὕπαρξις]], πραγματικότης, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ φαινόμενον, φαντασίαν μὲν ἔχειν πλούτου, ὑπ. δὲ μὴ Ἀρτεμίδ. 3. 14· τῶν ἐν ἀέρι φαντασμάτων τὰ μέν ἐστι κατ’ ἔμφασιν, τὰ δὲ καθ’ ὑπόστασιν (οὐσιώδη, πραγματικά), Ἀριστ. π. Κόσμ. 4, 21, πρβλ., Πλούταρχον 2. 894Β, F, Διογέν. Λαέρτ. 7. 135., 9. 91· [[οὕτως]] ὑποστάσεις καλοῦνται τὰ πραγματικὰ ἀντικείμενα, ὧν κατ’ ἀνάκλασιν εἰκόνες, (αἱ κατοπτρικαὶ ἐμφάσεις) φαίνονται ἐν τῷ κατόπτρῳ, Πλούτ. 2. 901C· ὑπ. ἔχειν, ὑφίστασθαι, ὑπάρχειν, Σέξτου Ἐμπ. Π. 2. 94. 176, κλπ.· πρβλ. [[ὑφίστημι]] Β. IV. 2. IV. ἡ πραγματικὴ [[οὐσία]] ἢ [[φύσις]] πράγματός τινος ἅτε ὑπάρχουσα ὡς βάσις καὶ στηρίζουσα τὴν ἐξωτερικὴν [[αὐτοῦ]] μορφήν, [[ὅθεν]] = [[οὐσία]] ἢ ἡ ὑποκειμένη ὕλη, Λατ. substantia, (οἱ νεώτεροι τῶν φιλοσόφων ἀντὶ τῆς οὐσίας τῇ λέξει τῆς ὑποστάσεως ἐχρήσαντο Σωκρ. Ἐκκλ. Ἱστορ. 3. 7)· κατὰ τὴν ὑπ. Λουκ. Παράσ. 27· κατ’ ἰδίαν ὑπ. καὶ οὐσίαν Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 9, 338· ἀκολούθως παρὰ τοῖς πατράσι τῆς ἐν Νικαίᾳ Συνόδου καὶ παρὰ Θεολογικοῖς συγγραφεῦσιν, ἴδε Suicer 2. 1396· - ἐὰν αὕτη [[εἶναι]] ἡ [[σημασία]] τῆς λέξεως ἐν τῷ χωρίῳ ὁ χαρακτὴρ τῆς ὑπ. ἐν τῇ πρ. Ἑβρ. Ἐπιστ. α΄, 3, τοῦτο θὰ [[εἶναι]] τὸ ἀρχαιότατον [[παράδειγμα]] τῆς τοιαύτης χρήσεως. V. παρὰ τοῖς μεταγεν. θεολόγοις ἡ [[λέξις]] περιωρίσθη κατὰ σημασίαν, σημαίνουσα τὸ ἰδιαίτερον ἢ χαρακτηριστικὸν φυσικὸν [[ἰδίωμα]] προσώπου ἢ πράγματος, διαφέρει τοῦ [[οὐσία]], ὡς τὸ [[εἶδος]] τοῦ γένους, [[ὅθεν]] καὶ κεῖται ὡς ἰσοδύναμον τῷ τῶν Λατίνων persona ([[πρόσωπον]]), ἴδε Σουΐδ. καὶ Ζωναρ. ἐν λέξει, πρβλ. Gieseler Kirchengesch. 1, σ. 392, 444, 449 κἑξ. VI. ὡς ῥητορ. [[σχῆμα]], «ὑπόστασίς ἐστι λόγου [[αὔξησις]] καὶ [[ἑρμηνεία]] κατὰ τὸ δεύτερον [[κόμμα]] ἢ [[κῶλον]]» Ρήτορες (Walz) τόμ. 8, σελ. 636, 15, κλπ. VII. = [[ὑπόστημα]] ΙΙΙ, [[στρατόπεδον]], Ἑβδ. (Α΄, Βασ. ΙΓ΄, 23., ιδ΄, 4). | |lstext='''ὑπόστᾰσις''': -εως, ἡ, ([[ὑφίστημι]])· Α. ὡς [[ἐνέργεια]]. 1) [[ὑποστήριξις]], τοῦ βάρους Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 16, 7. 2) ἡ [[συμπίεσις]] ὑγρῶν τὰ ὁποῖα ἔπρεπε νὰ ἔλθωσιν εἰς τὴν ἐπιφάνειαν· [[ἀπόστημα]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 806, ἴδε Foës. Oecon.· ὑπ. τῆς κοιλίης, [[ἔμφραξις]], ὁ αὐτ. 3) τὸ τοποθετεῖν τινα εἰς ἐνέδραν ἢ τὸ κτεῖσθαι ἐν ἐνέδρᾳ, τὸ ἐνεδρεύειν, Σοφ. Ἀποσπ. 644. ΙΙ. (ἐκ τοῦ παθητ.), τὸ ἵστασθαι [[ὑποκάτω]], [[σταθερότης]], ἀντίθετον τῷ [[ἀπόρρυσις]], Ἱππ. 741H, πρβλ. 822D. 2) [[ὑποστροφή]], [[ἐπιστροφή]], τοῦ κύματος Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 8, 38. Β. ὡς [[πρᾶγμα]], Ι. ἐπὶ ὑγρῶν, τὸ μένον [[ὑποκάτω]] ἐν τῷ πυθμένι, «καταπάτι», κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἐκχυνόμενον, Ἱππ. 686. 38, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19. 14, Μετεωρολογ. 4. 5, 6, κ. ἀλλ.· - [[μάλιστα]] δὲ ἡ [[ὑποστάθμη]] τῶν οὔρων, ἡ ὑπ. ἡ εἰς τὴν κύστιν Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 3, 20· ἡ τῆς ὑγρᾶς τροφῆς ὑπ. ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Μορ. 2. 2, 3· ἐκ τῶν νεφρῶν ἡ γιγνομένη ὑπ. [[αὐτόθι]] 3. 9, 6· καὶ ἐπὶ τῶν ξηρῶν περιττωμάτων ἢ τῆς κόπρου, ἡ τῆς ξηρᾶς τροφῆς ὑπ. [[αὐτόθι]] 2. 2, 3, πρβλ. 4. 2, 7, Μετεωρ. 2. 3, 14· πρβλ. [[ὑπόσταλσις]]. 2) νέφους ὑποστάσεις, διαρκεῖς στάσεις, Διόδ. 1. 48. 3) [[εἶδος]] «πηκτῆς» ἢ πυκνοῦ ζωμοῦ, Ἰωνικὸς [[πλούταξ]] ὑποστάσεις ποιῶν Μένανδρος ἐν «Τροφωνίῳ» 1. 10, πρβλ. Διεύχη παρ’ Ὀρειβασ., [[Πολυδ]]. ϛʹ, 60. ΙΙ. [[πρᾶγμα]] ὑποβαλλόμενον, τιθέμενον [[ὑποκάτω]], [[ὑποστήριγμα]], ὑπ. ξύλου, κατὰ τὴν τοποθέτησιν ἐξηρθρωμένου μέλους, Ἱππ. Μοχλ. 856· - ἡ βάσις ἢ τὸ θεμέλιον ναοῦ, κλπ, Διόδ. 1. 66., 13. 82. 2) μεταφορ., ἐπὶ διηγήσεως, λόγου ῥητορικοῦ ἢ ποιήματος, ἡ [[ὑπόθεσις]], τὸ περιεχόμενον, ἡ βάσις [[αὐτοῦ]], Πολύβ. 4. 2, 1, πρβλ. Schweigh. 1. 5, 3, Διόδ. 1. 3. κλπ.· - [[ὡσαύτως]], τὸ [[σημεῖον]] τῆς ἀναχωρήσεως, ἡ πρώτη [[ἀρχή]], ὁ αὐτ. 1. 66· ἡ ἀρχὴ λαοῦ, ἡ [[γένεσις]] [[αὐτοῦ]], Ἰώσηπος κατὰ Ἀπίωνος, 1. 1· - βάσις ἐνεργείας, σχέδιον, [[σκοπός]], Διόδ. 16. 32· κατὰ τὴν ἰδίαν ὑπ. ὁ αὐτ. 1. 28, κλπ.· πρὸς τὴν ἰδίαν ὑπ. ὁ αὐτ. 1. 3. 3) τὸ θεμέλιον ἢ ἡ βάσις (ὁ [[λόγος]]) τῆς ἐλπίδος, τῆς πεποιθήσεως, τοῦ θάρρους, τῆς ἀποφάσεως, τῆς εὐσταθείας, ἐπὶ στρατιωτῶν, Πολύβ. 4. 50, 10, Διόδ. 1. 6, Ἐπιστ. πρὸς Ἑβρ. γ΄, 14· ἡ ὑπ. τῆς καυχήσεως πρὸς Κορ. ια΄, 17, πρβλ. θ΄, 4, πρ. Ἑβρ. γ΄, 14· ὑπ. τῶν ἐλπιζομένων, [[πεποίθησις]] περὶ πραγμάτων τὰ ὁποῖα ἐλπίζει τις, Ἐπιστ. πρ. Ἑβρ. ια΄, 1 (ἐκτὸς ἐὰν ἡ προσεχὴς [[σημασία]] τοῦ [[ὑπόστασις]] ([[οὐσία]], πραγματικότης) ληφθῇ ὡς ἁρμόζουσα [[ἐνταῦθα]]) ΙΙΙ. [[οὐσία]], [[φύσις]], δύσσχιστα, τῷ κολλώδη τὴν ὑπ. ἔχειν, ξύλα δυσκόλως σχιζόμενα [[ἐπειδὴ]] ἡ [[οὐσία]] αὐτῶν [[εἶναι]] [[κολλώδης]] ([[ῥητινώδης]]), Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 5. 16, 4· ἡ τοῦ γεώδους ὑπ. [[αὐτόθι]] 6. 7, 4. 2) [[οὐσία]], πραγματικὴ [[ὕπαρξις]], πραγματικότης, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ φαινόμενον, φαντασίαν μὲν ἔχειν πλούτου, ὑπ. δὲ μὴ Ἀρτεμίδ. 3. 14· τῶν ἐν ἀέρι φαντασμάτων τὰ μέν ἐστι κατ’ ἔμφασιν, τὰ δὲ καθ’ ὑπόστασιν (οὐσιώδη, πραγματικά), Ἀριστ. π. Κόσμ. 4, 21, πρβλ., Πλούταρχον 2. 894Β, F, Διογέν. Λαέρτ. 7. 135., 9. 91· [[οὕτως]] ὑποστάσεις καλοῦνται τὰ πραγματικὰ ἀντικείμενα, ὧν κατ’ ἀνάκλασιν εἰκόνες, (αἱ κατοπτρικαὶ ἐμφάσεις) φαίνονται ἐν τῷ κατόπτρῳ, Πλούτ. 2. 901C· ὑπ. ἔχειν, ὑφίστασθαι, ὑπάρχειν, Σέξτου Ἐμπ. Π. 2. 94. 176, κλπ.· πρβλ. [[ὑφίστημι]] Β. IV. 2. IV. ἡ πραγματικὴ [[οὐσία]] ἢ [[φύσις]] πράγματός τινος ἅτε ὑπάρχουσα ὡς βάσις καὶ στηρίζουσα τὴν ἐξωτερικὴν [[αὐτοῦ]] μορφήν, [[ὅθεν]] = [[οὐσία]] ἢ ἡ ὑποκειμένη ὕλη, Λατ. substantia, (οἱ νεώτεροι τῶν φιλοσόφων ἀντὶ τῆς οὐσίας τῇ λέξει τῆς ὑποστάσεως ἐχρήσαντο Σωκρ. Ἐκκλ. Ἱστορ. 3. 7)· κατὰ τὴν ὑπ. Λουκ. Παράσ. 27· κατ’ ἰδίαν ὑπ. καὶ οὐσίαν Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 9, 338· ἀκολούθως παρὰ τοῖς πατράσι τῆς ἐν Νικαίᾳ Συνόδου καὶ παρὰ Θεολογικοῖς συγγραφεῦσιν, ἴδε Suicer 2. 1396· - ἐὰν αὕτη [[εἶναι]] ἡ [[σημασία]] τῆς λέξεως ἐν τῷ χωρίῳ ὁ χαρακτὴρ τῆς ὑπ. ἐν τῇ πρ. Ἑβρ. Ἐπιστ. α΄, 3, τοῦτο θὰ [[εἶναι]] τὸ ἀρχαιότατον [[παράδειγμα]] τῆς τοιαύτης χρήσεως. V. παρὰ τοῖς μεταγεν. θεολόγοις ἡ [[λέξις]] περιωρίσθη κατὰ σημασίαν, σημαίνουσα τὸ ἰδιαίτερον ἢ χαρακτηριστικὸν φυσικὸν [[ἰδίωμα]] προσώπου ἢ πράγματος, διαφέρει τοῦ [[οὐσία]], ὡς τὸ [[εἶδος]] τοῦ γένους, [[ὅθεν]] καὶ κεῖται ὡς ἰσοδύναμον τῷ τῶν Λατίνων persona ([[πρόσωπον]]), ἴδε Σουΐδ. καὶ Ζωναρ. ἐν λέξει, πρβλ. Gieseler Kirchengesch. 1, σ. 392, 444, 449 κἑξ. VI. ὡς ῥητορ. [[σχῆμα]], «ὑπόστασίς ἐστι λόγου [[αὔξησις]] καὶ [[ἑρμηνεία]] κατὰ τὸ δεύτερον [[κόμμα]] ἢ [[κῶλον]]» Ρήτορες (Walz) τόμ. 8, σελ. 636, 15, κλπ. VII. = [[ὑπόστημα]] ΙΙΙ, [[στρατόπεδον]], Ἑβδ. (Α΄, Βασ. ΙΓ΄, 23., ιδ΄, 4). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>I.</b> <i>au propre</i> :<br /><b>1</b> base, fondement;<br /><b>2</b> dépôt, sédiment ; <i>particul. t. de méd.</i> dépôt d’urine, excrément sec;<br /><b>II.</b> <i>au sens mor.</i> ce qui est au fond de l’âme, fermeté, sang-froid, confiance, courage;<br /><b>III.</b> <i>en parl. de l’intelligence, de la pensée, etc.</i><br /><b>1</b> fondement <i>ou</i> sujet d’un ouvrage, d’un discours, <i>etc.</i><br /><b>2</b> <i>t. de philos.</i> substance, réalité ; fond d’une chose <i>(p. opp. à la forme)</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ὑφίστημι]]. | |||
}} | }} |