συναπαίρω: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_4)
(Bailly1_5)
Line 18: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''συναπαίρω''': ἀμεταβ., [[ἀποπλέω]] ἢ [[ἀπέρχομαι]] [[ὁμοῦ]], Διόδ. 5. 49, 59, Λουκ. Τόξ. 18· τινί, μετά τινος Λουκ, Δὶς Κατηγ. 27, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 36. 2) ἀναχωρῶ, [[ἀπέρχομαι]] συγχρόνως, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 12, 11.
|lstext='''συναπαίρω''': ἀμεταβ., [[ἀποπλέω]] ἢ [[ἀπέρχομαι]] [[ὁμοῦ]], Διόδ. 5. 49, 59, Λουκ. Τόξ. 18· τινί, μετά τινος Λουκ, Δὶς Κατηγ. 27, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 36. 2) ἀναχωρῶ, [[ἀπέρχομαι]] συγχρόνως, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 12, 11.
}}
{{bailly
|btext=lever la tente avec, τινι ; partir avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀπαίρω]].
}}
}}