συνθεάομαι: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_5)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνθεάομαι''': ἀποθ., θεῶμαι ἢ [[βλέπω]] [[ὁμοῦ]], ἐπὶ θεατῶν ἐν τοῖς ἀγῶσι, Πλάτ. Λάχ. 178Α, Ξεν. Οἰκ. 3, 7· οἱ ξυνθεώμενοι, οἱ συνθεαταί, Ἀντιφῶν 124. 27. 2) [[ἐξετάζω]] [[ὁμοῦ]], τὰ ἱερὰ Ξεν. Ἀν. 6. 4, 15· σ. τὰ κατὰ τὴν μοῦσαν Πλάτ. Νόμ. 967Ε.
|lstext='''συνθεάομαι''': ἀποθ., θεῶμαι ἢ [[βλέπω]] [[ὁμοῦ]], ἐπὶ θεατῶν ἐν τοῖς ἀγῶσι, Πλάτ. Λάχ. 178Α, Ξεν. Οἰκ. 3, 7· οἱ ξυνθεώμενοι, οἱ συνθεαταί, Ἀντιφῶν 124. 27. 2) [[ἐξετάζω]] [[ὁμοῦ]], τὰ ἱερὰ Ξεν. Ἀν. 6. 4, 15· σ. τὰ κατὰ τὴν μοῦσαν Πλάτ. Νόμ. 967Ε.
}}
{{bailly
|btext=-ῶμαι;<br /><b>1</b> voir <i>ou</i> regarder avec d’autres;<br /><b>2</b> examiner ensemble <i>ou</i> en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[θεάομαι]].
}}
}}