σφήν: Difference between revisions

173 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_5
(6_20)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σφήν''': σφηνός, ὁ, ἡ «σφήνα», Ἀριστοφ. Βάτρ. 801, κλπ.· ― ἐν χρήσει ὡς [[ὄργανον]] βασανιστικόν, Αἰσχύλ. Πρ. 64, Πλούτ. 2. 498D, Ἰωσήπ. Μακκ. 8. 13, κ. ἀλλ.
|lstext='''σφήν''': σφηνός, ὁ, ἡ «σφήνα», Ἀριστοφ. Βάτρ. 801, κλπ.· ― ἐν χρήσει ὡς [[ὄργανον]] βασανιστικόν, Αἰσχύλ. Πρ. 64, Πλούτ. 2. 498D, Ἰωσήπ. Μακκ. 8. 13, κ. ἀλλ.
}}
{{bailly
|btext=σφηνός (ὁ) :<br />coin :<br /><b>1</b> instrument de travail;<br /><b>2</b> instrument de torture.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. obscure.
}}
}}