τέλειος: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_23)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τέλειος''': καὶ [[τέλεος]], -α, -ον, παρ’ Ἀττικ. [[ὡσαύτως]] ος, ον· ὁ [[τύπος]] [[τέλεος]] [[εἶναι]] ἐν χρήσει σχεδὸν ἀπανταχοῦ παρ’ Ἡροδ. (ἴδε κατωτ. IV), ἐν ᾧ παρ’ Ἀττικ. ἀπαντῶσιν ἀμφότεροι, ὧν οἱ ποιηταὶ λαμβάνουσιν [[ἑκάστοτε]] τὸν [[μᾶλλον]] ἁρμόζοντα πρὸς τὸ [[μέτρον]], παρὰ δὲ τοῖς πεζογράφοις τὸ [[τέλεος]] [[εἶναι]] συνηθέστατον, ὡς βεβαίως παρὰ Πλάτ.· - [[προσέτι]], οἱ δοκιμώτατοι τῶν συγγραφέων, ὡς ὁ Πλάτ., χρῶνται τῷ θηλ. εἰς α ἢ εἰς ος ἀδιαφόρως: ([[τέλος]]). Φθάσας εἰς τὸ ὡρισμένον [[τέλος]], εἰς [[ἀκμήν]], [[ἐντελής]], [[σωστός]], [[τέλειος]], Ὅμηρ. (μόνον ἐν Ἰλ.), κλπ.· ἐπὶ θυμάτων, [[πλήρης]], [[τέλειος]], [[ἀκέραιος]], [[ὁλόκληρος]], ἄρτιος, [[ἄνευ]] μώμου ἢ σπίλου, αἰγῶν τε τελείων, «[[ἤτοι]] τὴν ἡλικίαν ὁλοκλήρων· λελωγημένον γὰρ οὐ θύεται» (Σχολ.), Ἰλ. Α. 66, Ω. 34 (ἴδε κατωτ. 2)· ὅκου θύεται τὰ τέλεα τῶν προβάτων Ἡρόδ. 1. 183· ἐπὶ θυσιῶν, ἱερὰ τέλεα, πλήρη, τέλεια ἢ συμπεπληρωμένα τὸν ἀριθμόν, ἢ τελούμενα [[μετὰ]] πάσης νομίμου τελετῆς, Θουκ. 5. 47, Νόμ. παρ’ Ἀνδοκ. 13. 9, Δημ. 1365. 17· τελέους ἀεὶ τελετὰς τελούμενος [[τέλεος]] [[ὄντως]]... γίγνεται Πλάτ. Φαῖδρ. 249C· ἐν Ἰλ. Θ. 247, Ω. 315, αἰετὸς τελειότατος πετεηνῶν σημαίνει πιθαν. τὸ βεβαιότατονν μαντικὸν πτηνὸν (πρβλ. [[τελήεις]]), ἀλλ’ ἕτεροι λαμβάνουσιν αὐτὸ ὡς σημαῖνον τὸ ἀνώτατον τῶν πτηνῶν, ὁ βασιλεὺς τῶν πτηνῶν (ἴδε κατωτ. ΙΙ). 2) ἐπὶ ζῴων, τελείως ηὐξημένος, ἔχων πλήρη ἡλικίαν, [[ἀκμαῖος]], τέλεον νεαροῖς ἐπιθύσας Αἰσχύλ. Ἀγ. 1504 οὕτω δέ τινες λαμβάνουσι τὸ αἶγες τ. ἐν Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ.)· ἰδίως ἐπὶ ἀνδρῶν, τ. [[ἀνήρ]], τελείως ηὐξημένος, [[τέλειος]] τὴν ἡλικίαν, Λατ. adultus, Πλάτ. Νόμ. 929C Ξεν. Κύρ. 1. 2, 4., 12. 14, ἴδε κατωτ. ΙΙ. 1· τ. [[ἵππος]], ἀντίθετον τῷ [[πῶλος]], Πλάτ. Νόμ. 834C· τ. ἅρμα, ἅρμα συρόμενον ὑπὸ ἵππων, ἀντίθετον τῷ ἅρμα πωλικόν, Συλλ. Ἐπιγρ. 2758 ΙΙΙ, Λουκ. Τίμ. 50· τ. [[κέλης]], ξυνωρὶς Συλλ. Ἐπιγρ. 1591. 57 καὶ 59· ἐπὶ δένδρων, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 7, 5. 3) ἐπὶ προσώπων, [[καλῶς]] κατηρτισμένος, [[τέλειος]] εἰς τὸ εἶδός του, μηδεμίαν ἔλλειψιν ἔχων εἰς τὴν ἰδιότητά του, Ἰσοκρ. 239D, 283D, κλπ.· τ. σοφιστὴς Πλάτ. Κρατ. 403Ε· τ. εἴς τι ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 269Ε· κατὰ πάντα ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 30D [[πρός]] τι ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 647D, 678Β, Ἰσοκρ., κλπ.· ἔν τινι Ἰσοκρ. Ἐπιστ. 4. 3. β) ἐπὶ πραγμάτων, [[φάρμακον]] τελειώτατον Πλάτ. Κριτί. 106Β, κλπ.· τ. ἀρετή, [[φιλία]] Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 5. 1, 15, κ. ἀλλ.· ἐπὶ συλλογισμοῦ τοῦ α΄ εἴδους, [[ἐπειδὴ]] οἱ λοιποὶ καλοῦνται ἀτελεῖς, ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλυτ. Προτ. 1. 5, 3, κλπ.· - ἔτι καὶ ἐπὶ κακῶν, τ. [[νόσημα]], σοβαρόν, ἐπικίνδυνον, Ἱππ. Π ορρ 109· [[ἀδικία]] τελεία, τελεωτάτη, [[ἀπόλυτος]], Πλάτ. Πολ. 384Β, 344Α. 4) ἐπὶ προσευχῶν, εὐχῶν, κλπ., τετελεσμένος, ἐκπληρωθείς, εὐχωλαὶ Πινδ. Ἀποσπ. 87. 12· τέλειον ἐπ’ εὐχᾷ ἐσλὸν ὁ αὐτ. ἐν Π. 9. 156· τελεία γένεος Οἰδίπου τ’ ἀρὰ Αἰσχύλ. Θήβ. 832 μὰ τὴν τ. τῆς ἐμῆς παιδὸν δίκην ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1432· τέλεα εὔγματα Ἀριστοφ. Θεσμ. 353· ἐπὶ οἰωνῶν ἢ προρρήσεων, [[ὄψις]] οὐ τελέη, [[ὅραμα]] ἢ [[ὄνειρον]] μηδὲν σημαῖνον, Ἡρόδ. 1. 121· τ. [[σύμβολον]] Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 526· τ. τὸ ἐνύπνιον τετελέσθαι Πλάτ. Πολ. 443Β· - [[ὡσαύτως]], τ. [[ψῆφος]], [[ἀπόφασις]] ὡρισμένη, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 739, Σοφ. Ἀντ. 632. 5) ἐπὶ ἀριθμῶν, [[πλήρης]], συμπεπληρωμένος, [[τέλειος]], τελέους ἑπτὰ μῆνας Ἀριστοφ. Λυσ. 104· τ. ἐνιαυτὸς Πλάτ. Τίμ. 39D. β) ἐν τῇ Ἀριθμ. τέλειοι [[εἶναι]] οἱ ἀριθμοὶ ὅσοι ἰσοῦνται τῷ ἀθροίσματι τῶν διαιρετῶν αὐτῶν, [[οἷον]] 6 = 3+2+1· 28 = 14+7+4+2+1, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 546Β. Εὐκλ. Ἐλ. 7. 21. 6) τ. [[κρατήρ]], δηλ. ὁ [[τρίτος]] κρατὴρ ὁ προσφερόμενος εἰς Δία τὸν Σωτῆρα, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 437. ΙΙ. ἐπὶ τῶν θεῶν, ὅτε νοοῦνται αἱ ἰδιότητες αὐτῶν εἰς τὸν ἀνώτατον βαθμόν, δηλ. παντοδυναμία, τὸ ἄπειρον, ἤ, ὡς ἕτεροι ἑρμηνεύουσιν, οἱ ἀκούοντες καὶ ἐκπληροῦντες προσευχήν, οἱ παρέχοντες ἐπιτυχίαν (ὡς νοεῖται παρ’ Αἰσχύλ. ἐν Ἀγ. 973, ὦ Ζεῦ τέλειε, τὰς ἐμὰς εὐχὰς τέλει), [[Ζεὺς]] τ. Πινδ. Ο. 13. 164, Π. 1. 130· τ. ὕψιστον Δία Αἰσχύλ. Εὐμ. 28· τελέων τελειότατον [[κράτος]], Ζεῦ ὁ αὐτ. ἐν Ἱκετ. 526· ἐπὶ τῆς Ἥρας, [[ζυγία]], Λατ. Juno pronuba, ἡ προστάτις τοῦ γάμου, [[ὅστις]] θεωρεῖται ὡς τὸ [[τέλος]] ἢ τελεία [[κατάστασις]] τῆς ζωῆς (τέλειοι οἱ γεγαμηκότες Ἡσύχ.), Πινδ. Ν. 10. 31, Αἰσχύλ. Εὐμ. 214, Ἀποσπ. 329, Ἀριστοφ. Θεσμ. 973 ἴδε [[τέλος]] VI. 2· ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος, Θεόκρ. 25 22· ἐπὶ τῶν Εὐμενίδων, Αἰσχύλ. Εὐμ. 382 καὶ [[καθόλου]], τέλειοι θεοὶ ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 167· - οὕτω καὶ [[τέλειος]] [[ἀνήρ]], = Λατιν. paterfamilias, ὁ πατὴρ οἰκογενείας, [[οἰκοδεσπότης]], «οἰκογενειάρχης», Αἰσχύλ. Ἀγ. 972, πρβλ. [[ἡμιτελής]], [[τελεσφόρος]] ΙΙ. 3. ΙΙΙ. = [[τελευταῖος]], [[ἔσχατος]], Σοφ. Τρ. 918. IV. τέλειον (οὐχὶ τέλεον), τό, βασιλικὸν [[συμπόσιον]], ὡς [[μετάφρασις]] τοῦ Περσικοῦ tycla, Ἡρόδ. 9. 110. V. ἡ τελεία (ἐξυπακ. στιγμὴ) Γραμμ. VI. Ἐπίρρ. [[τελέως]], ἐπὶ τέλους, Αἰσχύλ. Εὐμ. 320, 953, Ἐπικρ. ἐν «Χορ.» 1, Πλάτ., κλπ. 2) [[τελέως]], ἀπολύτως, ἐντελῶς, τ. ἐς ἀσθενὲς ἔρχεσθαι Ἡρόδ. 1. 120 τ. ἐκκλησιάζεσαι Ἀριστοφ. Θεσμ. 329· τ. [[ἄφρων]] Ἰσαίου Ἀποσπ. 1. 4· [[τελέως]] ἑστιᾶν, ἐντελῶς, Ξεν. Συμπ. 2. 2· τ. κινεῖσθαι, ἀπολύτως, Πλάτ. Θεαίτ. 182C. Τοῦτο [[εἶναι]] ὁ [[μόνος]] [[τύπος]] τοῦ ἐπιρρ. ὃν ἐπιδοκιμάζει Θωμ. ὁ Μάγιστρ· ἀλλ’ ὁ [[τύπος]] τελείως εὕρηται παρ’ Ἰσοκρ. 294Ε, Πλάτ. Ὅροι 411Β, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 16, 4., 9. 4, 3, κλπ. 3) τὸ οὐδέτ. τέλεον [[εἶναι]] [[ὡσαύτως]] ἐν χρήσει ὡς ἐπίρρ. παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 5, Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 8, Κλήμ. Ἀλ., κλπ. 4) ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας ἔχομεν, διὰ τέλους, ἴδε [[τέλος]] Ι. 4 γ. VII. Συγκρ. καὶ ὑπερθετ.· ὁ Ὅμ. ἔχει τελεώτερος, -εώτατος ἢ τελειότερος, -ειότατος, κατὰ τὴν ἀνάγκην τοῦ μέτρου: παρ’ Ἀττικ. ἐπικρατεῖ ὁ [[τύπος]] τελεώτερος, -ώτατος, ἂν καὶ ἀπαντῶσι καὶ οἱ ἄλλοι τύποι ἐν Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 7. 3., 10. 4, 5· - Συγκρ., Ἐπίρρ. τελεώτερον Πλάτ. Πολ. 520Β, (τελειοτέρως Σχόλ. εἰς Ἰλ. 350) τελεώτατα Πλάτ. Πολ. 351Β. - Ἴδε Κόντον ἐν Σωκράτει σ. 113-116.
|lstext='''τέλειος''': καὶ [[τέλεος]], -α, -ον, παρ’ Ἀττικ. [[ὡσαύτως]] ος, ον· ὁ [[τύπος]] [[τέλεος]] [[εἶναι]] ἐν χρήσει σχεδὸν ἀπανταχοῦ παρ’ Ἡροδ. (ἴδε κατωτ. IV), ἐν ᾧ παρ’ Ἀττικ. ἀπαντῶσιν ἀμφότεροι, ὧν οἱ ποιηταὶ λαμβάνουσιν [[ἑκάστοτε]] τὸν [[μᾶλλον]] ἁρμόζοντα πρὸς τὸ [[μέτρον]], παρὰ δὲ τοῖς πεζογράφοις τὸ [[τέλεος]] [[εἶναι]] συνηθέστατον, ὡς βεβαίως παρὰ Πλάτ.· - [[προσέτι]], οἱ δοκιμώτατοι τῶν συγγραφέων, ὡς ὁ Πλάτ., χρῶνται τῷ θηλ. εἰς α ἢ εἰς ος ἀδιαφόρως: ([[τέλος]]). Φθάσας εἰς τὸ ὡρισμένον [[τέλος]], εἰς [[ἀκμήν]], [[ἐντελής]], [[σωστός]], [[τέλειος]], Ὅμηρ. (μόνον ἐν Ἰλ.), κλπ.· ἐπὶ θυμάτων, [[πλήρης]], [[τέλειος]], [[ἀκέραιος]], [[ὁλόκληρος]], ἄρτιος, [[ἄνευ]] μώμου ἢ σπίλου, αἰγῶν τε τελείων, «[[ἤτοι]] τὴν ἡλικίαν ὁλοκλήρων· λελωγημένον γὰρ οὐ θύεται» (Σχολ.), Ἰλ. Α. 66, Ω. 34 (ἴδε κατωτ. 2)· ὅκου θύεται τὰ τέλεα τῶν προβάτων Ἡρόδ. 1. 183· ἐπὶ θυσιῶν, ἱερὰ τέλεα, πλήρη, τέλεια ἢ συμπεπληρωμένα τὸν ἀριθμόν, ἢ τελούμενα [[μετὰ]] πάσης νομίμου τελετῆς, Θουκ. 5. 47, Νόμ. παρ’ Ἀνδοκ. 13. 9, Δημ. 1365. 17· τελέους ἀεὶ τελετὰς τελούμενος [[τέλεος]] [[ὄντως]]... γίγνεται Πλάτ. Φαῖδρ. 249C· ἐν Ἰλ. Θ. 247, Ω. 315, αἰετὸς τελειότατος πετεηνῶν σημαίνει πιθαν. τὸ βεβαιότατονν μαντικὸν πτηνὸν (πρβλ. [[τελήεις]]), ἀλλ’ ἕτεροι λαμβάνουσιν αὐτὸ ὡς σημαῖνον τὸ ἀνώτατον τῶν πτηνῶν, ὁ βασιλεὺς τῶν πτηνῶν (ἴδε κατωτ. ΙΙ). 2) ἐπὶ ζῴων, τελείως ηὐξημένος, ἔχων πλήρη ἡλικίαν, [[ἀκμαῖος]], τέλεον νεαροῖς ἐπιθύσας Αἰσχύλ. Ἀγ. 1504 οὕτω δέ τινες λαμβάνουσι τὸ αἶγες τ. ἐν Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ.)· ἰδίως ἐπὶ ἀνδρῶν, τ. [[ἀνήρ]], τελείως ηὐξημένος, [[τέλειος]] τὴν ἡλικίαν, Λατ. adultus, Πλάτ. Νόμ. 929C Ξεν. Κύρ. 1. 2, 4., 12. 14, ἴδε κατωτ. ΙΙ. 1· τ. [[ἵππος]], ἀντίθετον τῷ [[πῶλος]], Πλάτ. Νόμ. 834C· τ. ἅρμα, ἅρμα συρόμενον ὑπὸ ἵππων, ἀντίθετον τῷ ἅρμα πωλικόν, Συλλ. Ἐπιγρ. 2758 ΙΙΙ, Λουκ. Τίμ. 50· τ. [[κέλης]], ξυνωρὶς Συλλ. Ἐπιγρ. 1591. 57 καὶ 59· ἐπὶ δένδρων, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 7, 5. 3) ἐπὶ προσώπων, [[καλῶς]] κατηρτισμένος, [[τέλειος]] εἰς τὸ εἶδός του, μηδεμίαν ἔλλειψιν ἔχων εἰς τὴν ἰδιότητά του, Ἰσοκρ. 239D, 283D, κλπ.· τ. σοφιστὴς Πλάτ. Κρατ. 403Ε· τ. εἴς τι ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 269Ε· κατὰ πάντα ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 30D [[πρός]] τι ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 647D, 678Β, Ἰσοκρ., κλπ.· ἔν τινι Ἰσοκρ. Ἐπιστ. 4. 3. β) ἐπὶ πραγμάτων, [[φάρμακον]] τελειώτατον Πλάτ. Κριτί. 106Β, κλπ.· τ. ἀρετή, [[φιλία]] Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 5. 1, 15, κ. ἀλλ.· ἐπὶ συλλογισμοῦ τοῦ α΄ εἴδους, [[ἐπειδὴ]] οἱ λοιποὶ καλοῦνται ἀτελεῖς, ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλυτ. Προτ. 1. 5, 3, κλπ.· - ἔτι καὶ ἐπὶ κακῶν, τ. [[νόσημα]], σοβαρόν, ἐπικίνδυνον, Ἱππ. Π ορρ 109· [[ἀδικία]] τελεία, τελεωτάτη, [[ἀπόλυτος]], Πλάτ. Πολ. 384Β, 344Α. 4) ἐπὶ προσευχῶν, εὐχῶν, κλπ., τετελεσμένος, ἐκπληρωθείς, εὐχωλαὶ Πινδ. Ἀποσπ. 87. 12· τέλειον ἐπ’ εὐχᾷ ἐσλὸν ὁ αὐτ. ἐν Π. 9. 156· τελεία γένεος Οἰδίπου τ’ ἀρὰ Αἰσχύλ. Θήβ. 832 μὰ τὴν τ. τῆς ἐμῆς παιδὸν δίκην ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1432· τέλεα εὔγματα Ἀριστοφ. Θεσμ. 353· ἐπὶ οἰωνῶν ἢ προρρήσεων, [[ὄψις]] οὐ τελέη, [[ὅραμα]] ἢ [[ὄνειρον]] μηδὲν σημαῖνον, Ἡρόδ. 1. 121· τ. [[σύμβολον]] Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 526· τ. τὸ ἐνύπνιον τετελέσθαι Πλάτ. Πολ. 443Β· - [[ὡσαύτως]], τ. [[ψῆφος]], [[ἀπόφασις]] ὡρισμένη, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 739, Σοφ. Ἀντ. 632. 5) ἐπὶ ἀριθμῶν, [[πλήρης]], συμπεπληρωμένος, [[τέλειος]], τελέους ἑπτὰ μῆνας Ἀριστοφ. Λυσ. 104· τ. ἐνιαυτὸς Πλάτ. Τίμ. 39D. β) ἐν τῇ Ἀριθμ. τέλειοι [[εἶναι]] οἱ ἀριθμοὶ ὅσοι ἰσοῦνται τῷ ἀθροίσματι τῶν διαιρετῶν αὐτῶν, [[οἷον]] 6 = 3+2+1· 28 = 14+7+4+2+1, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 546Β. Εὐκλ. Ἐλ. 7. 21. 6) τ. [[κρατήρ]], δηλ. ὁ [[τρίτος]] κρατὴρ ὁ προσφερόμενος εἰς Δία τὸν Σωτῆρα, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 437. ΙΙ. ἐπὶ τῶν θεῶν, ὅτε νοοῦνται αἱ ἰδιότητες αὐτῶν εἰς τὸν ἀνώτατον βαθμόν, δηλ. παντοδυναμία, τὸ ἄπειρον, ἤ, ὡς ἕτεροι ἑρμηνεύουσιν, οἱ ἀκούοντες καὶ ἐκπληροῦντες προσευχήν, οἱ παρέχοντες ἐπιτυχίαν (ὡς νοεῖται παρ’ Αἰσχύλ. ἐν Ἀγ. 973, ὦ Ζεῦ τέλειε, τὰς ἐμὰς εὐχὰς τέλει), [[Ζεὺς]] τ. Πινδ. Ο. 13. 164, Π. 1. 130· τ. ὕψιστον Δία Αἰσχύλ. Εὐμ. 28· τελέων τελειότατον [[κράτος]], Ζεῦ ὁ αὐτ. ἐν Ἱκετ. 526· ἐπὶ τῆς Ἥρας, [[ζυγία]], Λατ. Juno pronuba, ἡ προστάτις τοῦ γάμου, [[ὅστις]] θεωρεῖται ὡς τὸ [[τέλος]] ἢ τελεία [[κατάστασις]] τῆς ζωῆς (τέλειοι οἱ γεγαμηκότες Ἡσύχ.), Πινδ. Ν. 10. 31, Αἰσχύλ. Εὐμ. 214, Ἀποσπ. 329, Ἀριστοφ. Θεσμ. 973 ἴδε [[τέλος]] VI. 2· ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος, Θεόκρ. 25 22· ἐπὶ τῶν Εὐμενίδων, Αἰσχύλ. Εὐμ. 382 καὶ [[καθόλου]], τέλειοι θεοὶ ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 167· - οὕτω καὶ [[τέλειος]] [[ἀνήρ]], = Λατιν. paterfamilias, ὁ πατὴρ οἰκογενείας, [[οἰκοδεσπότης]], «οἰκογενειάρχης», Αἰσχύλ. Ἀγ. 972, πρβλ. [[ἡμιτελής]], [[τελεσφόρος]] ΙΙ. 3. ΙΙΙ. = [[τελευταῖος]], [[ἔσχατος]], Σοφ. Τρ. 918. IV. τέλειον (οὐχὶ τέλεον), τό, βασιλικὸν [[συμπόσιον]], ὡς [[μετάφρασις]] τοῦ Περσικοῦ tycla, Ἡρόδ. 9. 110. V. ἡ τελεία (ἐξυπακ. στιγμὴ) Γραμμ. VI. Ἐπίρρ. [[τελέως]], ἐπὶ τέλους, Αἰσχύλ. Εὐμ. 320, 953, Ἐπικρ. ἐν «Χορ.» 1, Πλάτ., κλπ. 2) [[τελέως]], ἀπολύτως, ἐντελῶς, τ. ἐς ἀσθενὲς ἔρχεσθαι Ἡρόδ. 1. 120 τ. ἐκκλησιάζεσαι Ἀριστοφ. Θεσμ. 329· τ. [[ἄφρων]] Ἰσαίου Ἀποσπ. 1. 4· [[τελέως]] ἑστιᾶν, ἐντελῶς, Ξεν. Συμπ. 2. 2· τ. κινεῖσθαι, ἀπολύτως, Πλάτ. Θεαίτ. 182C. Τοῦτο [[εἶναι]] ὁ [[μόνος]] [[τύπος]] τοῦ ἐπιρρ. ὃν ἐπιδοκιμάζει Θωμ. ὁ Μάγιστρ· ἀλλ’ ὁ [[τύπος]] τελείως εὕρηται παρ’ Ἰσοκρ. 294Ε, Πλάτ. Ὅροι 411Β, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 16, 4., 9. 4, 3, κλπ. 3) τὸ οὐδέτ. τέλεον [[εἶναι]] [[ὡσαύτως]] ἐν χρήσει ὡς ἐπίρρ. παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 5, Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 8, Κλήμ. Ἀλ., κλπ. 4) ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας ἔχομεν, διὰ τέλους, ἴδε [[τέλος]] Ι. 4 γ. VII. Συγκρ. καὶ ὑπερθετ.· ὁ Ὅμ. ἔχει τελεώτερος, -εώτατος ἢ τελειότερος, -ειότατος, κατὰ τὴν ἀνάγκην τοῦ μέτρου: παρ’ Ἀττικ. ἐπικρατεῖ ὁ [[τύπος]] τελεώτερος, -ώτατος, ἂν καὶ ἀπαντῶσι καὶ οἱ ἄλλοι τύποι ἐν Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 7. 3., 10. 4, 5· - Συγκρ., Ἐπίρρ. τελεώτερον Πλάτ. Πολ. 520Β, (τελειοτέρως Σχόλ. εἰς Ἰλ. 350) τελεώτατα Πλάτ. Πολ. 351Β. - Ἴδε Κόντον ἐν Σωκράτει σ. 113-116.
}}
{{bailly
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br /><b>A. I.</b> de la fin, dernier;<br /><b>II.</b> terminé, achevé, accompli : ἀρὰ τελεία ESCHL malédiction qui s’est accomplie ; τελεία [[ψῆφος]] ESCHL décret accompli, irrévocable, qui a force de loi ; αἰετὸς τελειότατος πετεηνῶν IL l’aigle, celui des oiseaux dont les présages s’accomplissent le plus sûrement, <i>sel. d’autres au sens de</i> accompli, <i>d’où</i> le plus fort, le plus puissant, le roi des oiseaux;<br /><b>III.</b> à qui rien ne manque, <i>d’où</i> :<br /><b>1</b> <i>avec idée de quantité</i> achevé, complet;<br /><b>2</b> <i>avec idée de qualité</i> αἶγες τέλειαι chèvres sans taches, choisies ; ἱερὰ τέλεια THC sacrifices parfaits, tout à fait selon le rite, <i>ou</i> victimes parfaites, sans taches ; τὸ τέλειον HDT banquet royal ; <i>en parl. de pers.</i> achevé, accompli, parfait : ἔν τινι accompli <i>ou</i> qui excelle en qch;<br /><b>IV.</b> arrivé à point, parvenu à maturité, mûr, fait : [[τέλειος]] [[ἀνήρ]] ESCHL homme dans la force de l’âge <i>ou</i> homme marié ; [[οἱ]] τέλειοι XÉN les hommes faits ; [[ἅρμα]] τέλειον LUC attelage de chevaux dans la force de l’âge;<br /><b>B.</b> qui mène à terme, qui accomplit, <i>sel. d’autres au sens intr. :</i> accompli, parfait, <i>càd</i> tout-puissant ; Ζεὺς [[τέλειος]] ESCHL Zeus qui accomplit toutes choses ; [[Ἥρα]] τελεία ESCHL Héra qui préside aux mariages.<br />'''Étymologie:''' [[τέλος]].
}}
}}