τανύδρομος: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_18)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τᾰνύδρομος''': -ον, ὁ τρέχων πάσῃ δυνάμει, σφαλερὰ τανυδρόμοις κῶλα Αἰσχύλ. Εὐμεν. 371, πρβλ. [[τανύω]] ἐν τέλει, [[ταναύπους]].
|lstext='''τᾰνύδρομος''': -ον, ὁ τρέχων πάσῃ δυνάμει, σφαλερὰ τανυδρόμοις κῶλα Αἰσχύλ. Εὐμεν. 371, πρβλ. [[τανύω]] ἐν τέλει, [[ταναύπους]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui court vivement, agile.<br />'''Étymologie:''' [[τανύω]], [[δραμεῖν]].
}}
}}