τριτόσπορος: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_18)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρῑτόσπορος''': -ον, ὁ σπαρεὶς διὰ τρίτην φοράν, τρ. [[γονή]], ἡ τρίτη [[γενεά]], Αἰσχύλ. Πέρσ. 818.
|lstext='''τρῑτόσπορος''': -ον, ὁ σπαρεὶς διὰ τρίτην φοράν, τρ. [[γονή]], ἡ τρίτη [[γενεά]], Αἰσχύλ. Πέρσ. 818.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />engendré au troisième degré, <i>càd</i> de la troisième génération.<br />'''Étymologie:''' [[τρίτος]], [[σπείρω]].
}}
}}