3,274,919
edits
(6_7) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τᾰναήκης''': -ες, (ἀκὴ) ὁ ἔχων ἐπιμήκη καὶ ἠκονημένην τὴν αἰχμήν, ταναήκεϊ χαλκῷ, ἐπὶ ξίφους ἢ λόγχης, Ἰλ. Η. 77, Ω. 754· ἐπὶ πελέκεως, Ψ. 118. ΙΙ. [[ὑψηλός]], [[σχοῖνος]] Ὀππ. Ἁλ. 4. 53· Ἄλπεις Ὀρφ. Ἀργ. 1124. ― Συνεχῶς ἐναλλάσεται πρὸς τὸ [[τανυήκης]]. | |lstext='''τᾰναήκης''': -ες, (ἀκὴ) ὁ ἔχων ἐπιμήκη καὶ ἠκονημένην τὴν αἰχμήν, ταναήκεϊ χαλκῷ, ἐπὶ ξίφους ἢ λόγχης, Ἰλ. Η. 77, Ω. 754· ἐπὶ πελέκεως, Ψ. 118. ΙΙ. [[ὑψηλός]], [[σχοῖνος]] Ὀππ. Ἁλ. 4. 53· Ἄλπεις Ὀρφ. Ἀργ. 1124. ― Συνεχῶς ἐναλλάσεται πρὸς τὸ [[τανυήκης]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης, ες :<br />allongé et aigu, allongé en pointe, tranchant.<br />'''Étymologie:''' [[ταναός]], [[ἀκή]]. | |||
}} | }} |