ὑδροφόρος: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_18)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑδροφόρος''': -ον, ὁ φέρων [[ὕδωρ]], [[κόρη]] Πλουτ. Θεμιστ. 31· [[ἀγγεῖον]] [[Πολυδ]]. Η΄, 66. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., [[ὑδροφόρος]], ὁ, καὶ ἡ, ὁ φέρων [[ὕδωρ]], «νεροκουβαλητής», Ἡρόδ. 3. 14, Ξεν. Ἀν. 4. 5, 10, Λουκ., κλπ.· Ὑδροφόροι ἦτο τὸ [[ὄνομα]] τραγῳδίας τινὸς τοῦ Αἰσχύλ. (Ἀποσπ. 219 κἑξ.), καὶ τοῦ Σοφ. (Ἀποσπ. 597 κἑξ.)· - ἐκαλοῦντο δὲ Ὑδροφόροι γυναῖκες ὑπηρετοῦσαι ἐν τῷ ναῷ τῶν Βραγχιδῶν ἐν Μιλήτῳ, Συλλ. Ἐπιγρ. 2885 κἑξ., πρβλ. [[ὑδροφορέω]], ΙΙ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑδροφόρους· ὑδρορρόους».
|lstext='''ὑδροφόρος''': -ον, ὁ φέρων [[ὕδωρ]], [[κόρη]] Πλουτ. Θεμιστ. 31· [[ἀγγεῖον]] [[Πολυδ]]. Η΄, 66. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., [[ὑδροφόρος]], ὁ, καὶ ἡ, ὁ φέρων [[ὕδωρ]], «νεροκουβαλητής», Ἡρόδ. 3. 14, Ξεν. Ἀν. 4. 5, 10, Λουκ., κλπ.· Ὑδροφόροι ἦτο τὸ [[ὄνομα]] τραγῳδίας τινὸς τοῦ Αἰσχύλ. (Ἀποσπ. 219 κἑξ.), καὶ τοῦ Σοφ. (Ἀποσπ. 597 κἑξ.)· - ἐκαλοῦντο δὲ Ὑδροφόροι γυναῖκες ὑπηρετοῦσαι ἐν τῷ ναῷ τῶν Βραγχιδῶν ἐν Μιλήτῳ, Συλλ. Ἐπιγρ. 2885 κἑξ., πρβλ. [[ὑδροφορέω]], ΙΙ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑδροφόρους· ὑδρορρόους».
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui porte de l’eau ; ὁ, ἡ [[ὑδροφόρος]] porteur d’eau, porteuse d’eau.<br />'''Étymologie:''' [[ὕδωρ]], [[φέρω]].
}}
}}