3,274,313
edits
(6_20) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπερανίσταμαι''': Παθ., μετ’ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ., ἵσταμαι [[ὄρθιος]] ἢ [[προεξέχω]] [[ὑπεράνω]] τινός, [[μετὰ]] γεν., Διον. Ἁλ. 1. 15., 9. 68· ἀπολ., ὁ αὐτ. 3. 68. Λουκ. Ἰκαρομ. 12· - μεταφορ., τὸ τῆς γνώμης ὑπερανεστηκός, [[ἐξέγερσις]], [[ἔπαρσις]], Φιλόστρ. 730· ταὧς ὑπερανεστηκώς, πεφυσημένος, [[ἀλαζονικός]], ὁ αὐτ. 724. 2) [[ὑπερέχω]], ὑπερτερῶ, Ἐκκλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπερανέστηκεν· ὑπερβέβηκεν, ἐκ τοῦ ὑπέρ, [[ἤτοι]] ὑψηλότερον». | |lstext='''ὑπερανίσταμαι''': Παθ., μετ’ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ., ἵσταμαι [[ὄρθιος]] ἢ [[προεξέχω]] [[ὑπεράνω]] τινός, [[μετὰ]] γεν., Διον. Ἁλ. 1. 15., 9. 68· ἀπολ., ὁ αὐτ. 3. 68. Λουκ. Ἰκαρομ. 12· - μεταφορ., τὸ τῆς γνώμης ὑπερανεστηκός, [[ἐξέγερσις]], [[ἔπαρσις]], Φιλόστρ. 730· ταὧς ὑπερανεστηκώς, πεφυσημένος, [[ἀλαζονικός]], ὁ αὐτ. 724. 2) [[ὑπερέχω]], ὑπερτερῶ, Ἐκκλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπερανέστηκεν· ὑπερβέβηκεν, ἐκ τοῦ ὑπέρ, [[ἤτοι]] ὑψηλότερον». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>seul. ao.2</i> ὑπερανέστην <i>et pf.</i> ὑπερανέστηκα;<br />s’élever au-dessus, dominer.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], ἀνίσταμαι. | |||
}} | }} |