φόριμος: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_16)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φόρῐμος''': -ον, [[καρποφόρος]], [[γόνιμος]], [[δένδρον]] Ἀνθ. Π. 9. 414· «λυσιτελὴς» Ἡσύχ. ΙΙ. ἡ φορίμη, [[εἶδος]] στυπτηρίας, Διοσκ. περὶ Εὐπορίστ. 1. 52.
|lstext='''φόρῐμος''': -ον, [[καρποφόρος]], [[γόνιμος]], [[δένδρον]] Ἀνθ. Π. 9. 414· «λυσιτελὴς» Ἡσύχ. ΙΙ. ἡ φορίμη, [[εἶδος]] στυπτηρίας, Διοσκ. περὶ Εὐπορίστ. 1. 52.
}}
{{bailly
|btext=ος <i>ou</i> η, ον :<br /><b>1</b> fertile, fécond;<br /><b>2</b> <i>subst.</i> ἡ φορίμη sorte de [[στυπτηρία]], <i>ou</i> alun commun.<br />'''Étymologie:''' [[φορά]].
}}
}}