χόρτος: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_14)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χόρτος''': ὁ, [[κυρίως]] [[τόπος]] περιπεφραγμένος (ἴδε ἐν τέλ.), ἀλλ’ ἀείποτε, ὡς φαίνεται, [[μετὰ]] τῆς παραλλήλου ἐννοίας τοῦ τόπου πρὸς βοσκὴν ἢ τροφήν· ἐν Ἰλ., ἀγροτικῆς οἰκίας [[αὐλή]], τὸ [[μέρος]] τῆς αὐλῆς, ἐν ᾧ ἐτηροῦντο οἱ βόες, κλπ., αὐλῆς ἐν χόρτῳ Λ. 774· αὐλῆς ἐν χόρτοισι Ω. 640· - ἀκολούθως, 2) [[καθόλου]], πᾶς [[τόπος]] ἐν ᾧ τρέφεται ζῷόν τι, χόρτοι λέοντος Πινδ. Ο. 13. 62. (ἴδε [[βοτάνη]])· χόρτοι εὔδενδροι Εὐρ. Ι. Τ. 134· [[χόρτος]] οὐρανοῦ, ἡ [[ἔκτασις]] τοῦ οὐρανοῦ, τὸ [[στερέωμα]], Ποιητὴς παρ’ Ἡσυχ.· πρβλ. [[δύσχορτος]], [[σύγχορτος]]. - Ἡ [[λέξις]] [[ταχέως]] μετέπεσεν ἐκ τῆς πρώτης ταύτης σημασίας εἰς τὴν ἑπομένην. ΙΙ. τροφὴ [[μάλιστα]] βοῶν, ἵππων, κλπ., «χορτάρι», Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 608, Ἡρόδ. 5. 16, Εὐρ. Ρῆσ. 771, Α΄ Ἐπιστ. πρ. Κορ. κ. γ΄, 12· ὁ δὲ ξηρὸς [[χόρτος]] ἐλέγετο [[κυρίως]] [[χόρτος]] [[κοῦφος]] Ξεν. Ἀν. 1. 5, 10· - θηρῶν ὀρείων [[χόρτον]], οὐχ. ἵππων λέγεις Εὐρ. Ἄλκ. 495, πρβλ. Ἡρόδ. 5. 16· [[χόρτος]] ἐβλάστησεν, ἐξηράνθη Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιγ΄, 26· [[ἄνθος]] χόρτου Ἐπιστ. Ἰακώβου α΄, 10, 1, Πέτρου α΄, 24· ἀντίθετ. τῷ [[σῖτος]] (τροφὴ τοῦ ἀνθρώπου), Ἡρόδ. 9. 41, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 8. 6, 12· - [[χόρτον]] ἔχει ἐπὶ τοῦ κέρατος, ὡς [[μετάφρασις]] τῆς Λατ. παροιμίας foenum habel in cornu, ἐπὶ μαινομένου βοός, Πλουτ. Κράσσ. 7. 2) Οἱ ποιηταὶ ποιοῦνται χρῆσιν τῆς λέξεως ἐπὶ πάσης τροφῆς [[καθόλου]], [[δούλιος]] [[χόρτος]] Ἱππῶναξ 26 (20). 6, Εὐρ. πρβλ. Κύκλ. 507, Ἀνθ. Π. (Παράρτ.), 47· καὶ τὸ [[χορτάζω]] κεῖται παρὰ τοῖς κωμικοῖς ἐπὶ ἀνθρώπων. - (Πρβλ. Λατ. hort-us, cohors (cohort-is)· Γοτθ. gard-s, Ἀρχ. Σκανδ. garò-r, Ἀγγλο-Σαξον. geard, Aggl. gard-en, garth, yard· Σλαυ. grad-u· κλπ).
|lstext='''χόρτος''': ὁ, [[κυρίως]] [[τόπος]] περιπεφραγμένος (ἴδε ἐν τέλ.), ἀλλ’ ἀείποτε, ὡς φαίνεται, [[μετὰ]] τῆς παραλλήλου ἐννοίας τοῦ τόπου πρὸς βοσκὴν ἢ τροφήν· ἐν Ἰλ., ἀγροτικῆς οἰκίας [[αὐλή]], τὸ [[μέρος]] τῆς αὐλῆς, ἐν ᾧ ἐτηροῦντο οἱ βόες, κλπ., αὐλῆς ἐν χόρτῳ Λ. 774· αὐλῆς ἐν χόρτοισι Ω. 640· - ἀκολούθως, 2) [[καθόλου]], πᾶς [[τόπος]] ἐν ᾧ τρέφεται ζῷόν τι, χόρτοι λέοντος Πινδ. Ο. 13. 62. (ἴδε [[βοτάνη]])· χόρτοι εὔδενδροι Εὐρ. Ι. Τ. 134· [[χόρτος]] οὐρανοῦ, ἡ [[ἔκτασις]] τοῦ οὐρανοῦ, τὸ [[στερέωμα]], Ποιητὴς παρ’ Ἡσυχ.· πρβλ. [[δύσχορτος]], [[σύγχορτος]]. - Ἡ [[λέξις]] [[ταχέως]] μετέπεσεν ἐκ τῆς πρώτης ταύτης σημασίας εἰς τὴν ἑπομένην. ΙΙ. τροφὴ [[μάλιστα]] βοῶν, ἵππων, κλπ., «χορτάρι», Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 608, Ἡρόδ. 5. 16, Εὐρ. Ρῆσ. 771, Α΄ Ἐπιστ. πρ. Κορ. κ. γ΄, 12· ὁ δὲ ξηρὸς [[χόρτος]] ἐλέγετο [[κυρίως]] [[χόρτος]] [[κοῦφος]] Ξεν. Ἀν. 1. 5, 10· - θηρῶν ὀρείων [[χόρτον]], οὐχ. ἵππων λέγεις Εὐρ. Ἄλκ. 495, πρβλ. Ἡρόδ. 5. 16· [[χόρτος]] ἐβλάστησεν, ἐξηράνθη Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιγ΄, 26· [[ἄνθος]] χόρτου Ἐπιστ. Ἰακώβου α΄, 10, 1, Πέτρου α΄, 24· ἀντίθετ. τῷ [[σῖτος]] (τροφὴ τοῦ ἀνθρώπου), Ἡρόδ. 9. 41, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 8. 6, 12· - [[χόρτον]] ἔχει ἐπὶ τοῦ κέρατος, ὡς [[μετάφρασις]] τῆς Λατ. παροιμίας foenum habel in cornu, ἐπὶ μαινομένου βοός, Πλουτ. Κράσσ. 7. 2) Οἱ ποιηταὶ ποιοῦνται χρῆσιν τῆς λέξεως ἐπὶ πάσης τροφῆς [[καθόλου]], [[δούλιος]] [[χόρτος]] Ἱππῶναξ 26 (20). 6, Εὐρ. πρβλ. Κύκλ. 507, Ἀνθ. Π. (Παράρτ.), 47· καὶ τὸ [[χορτάζω]] κεῖται παρὰ τοῖς κωμικοῖς ἐπὶ ἀνθρώπων. - (Πρβλ. Λατ. hort-us, cohors (cohort-is)· Γοτθ. gard-s, Ἀρχ. Σκανδ. garò-r, Ἀγγλο-Σαξον. geard, Aggl. gard-en, garth, yard· Σλαυ. grad-u· κλπ).
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>I.</b> lieu entouré d’arbres et de haies, enceinte ; <i>particul.</i> enceinte d’une cour;<br /><b>II.</b> herbe, <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> fourrage vert <i>ou</i> sec : [[χόρτος]] [[κοῦφος]] XÉN fourrage léger, <i>càd</i> foin;<br /><b>2</b> pâture des animaux <i>en gén.</i><br /><b>3</b> <i>p. ext.</i> nourriture grossière.<br />'''Étymologie:''' R. Χερ, prendre, saisir, contenir ; cf. <i>lat.</i> hortus et cohors.
}}
}}