φορτίζω: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_13a)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φορτίζω''': μέλλ. -ίσω, φορτώνω, φορτίσας τὸν ὄνον Βαβρ. 116. 3· [[φορτίον]] φ. τινά, [[ἐπιτίθημι]] [[φορτίον]] εἴς τινα, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ια΄, 46. ― Μέσ., τὰ μείονα φορτίζεσθαι, [[ἐμβιβάζω]] εἰς [[πλοῖον]] τὸ μικρότερον [[μέρος]] τῆς περιουσίας μου. Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 688, πρβλ. Ἀνθ. Π. 10. 5· Ὑμήττιόν τε φορτιούμενος [[μέλι]], καὶ νὰ φορτωθῇ Ὑμήττιον [[μέλι]], Μάχων παρ’ Ἀθην. 582F. ― Παθ., φορτώνομαι βαρέα φορτία, πεφορτισμένος Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχαὶ 45, Εὐαγγ. κατὰ Ματθ. ια΄, 28.
|lstext='''φορτίζω''': μέλλ. -ίσω, φορτώνω, φορτίσας τὸν ὄνον Βαβρ. 116. 3· [[φορτίον]] φ. τινά, [[ἐπιτίθημι]] [[φορτίον]] εἴς τινα, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ια΄, 46. ― Μέσ., τὰ μείονα φορτίζεσθαι, [[ἐμβιβάζω]] εἰς [[πλοῖον]] τὸ μικρότερον [[μέρος]] τῆς περιουσίας μου. Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 688, πρβλ. Ἀνθ. Π. 10. 5· Ὑμήττιόν τε φορτιούμενος [[μέλι]], καὶ νὰ φορτωθῇ Ὑμήττιον [[μέλι]], Μάχων παρ’ Ἀθην. 582F. ― Παθ., φορτώνομαι βαρέα φορτία, πεφορτισμένος Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχαὶ 45, Εὐαγγ. κατὰ Ματθ. ια΄, 28.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> φορτίσω, <i>att.</i> φορτιῶ;<br /><i>Pass. pf.</i> πεφόρτισμαι;<br />charger d’un fardeau, acc..<br />'''Étymologie:''' [[φόρτος]].
}}
}}