φάλαρος: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_4)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''φάλᾱρος''': -α, -ον, ἢ (κατὰ τὸν Λοβέκ.) φαλᾱρός, ά, όν, Δωρικ. ἀντὶ τοῦ Ἰωνικ. φάληρος (κατὰ τὸν Buttm., Λεξιλ. ἐν λ. [[φάλος]] 10), ὁ λευκὸς ἢ ἐν μέρει [[λευκός]], ὁ [[κύων]] ὁ [[φάλαρος]], «ὁ λευκὸς» (Σχόλ.), Θεόκρ. 8. 27· [[οὕτως]] ὁ Φάλαρος ὡς [[ὄνομα]] κριοῦ, ὁ αὐτ. 5. 103· ― πρβλ. [[φαλαρίς]]. Οὕτως ὁ Βuttm. ἑρμηνεύει: ὄρη χιόνεσσι φάληρα ἐν Νικ. Θηρ. 461, χιονοσκεπῆ, λευκὰ ἐκ τῆς χιόνος, πρβλ. [[φαληριάω]]. (Ἐκ τοῦ [[φαλός]], ἡ, όν. πρβλ. [[φαλακρός]]).
|lstext='''φάλᾱρος''': -α, -ον, ἢ (κατὰ τὸν Λοβέκ.) φαλᾱρός, ά, όν, Δωρικ. ἀντὶ τοῦ Ἰωνικ. φάληρος (κατὰ τὸν Buttm., Λεξιλ. ἐν λ. [[φάλος]] 10), ὁ λευκὸς ἢ ἐν μέρει [[λευκός]], ὁ [[κύων]] ὁ [[φάλαρος]], «ὁ λευκὸς» (Σχόλ.), Θεόκρ. 8. 27· [[οὕτως]] ὁ Φάλαρος ὡς [[ὄνομα]] κριοῦ, ὁ αὐτ. 5. 103· ― πρβλ. [[φαλαρίς]]. Οὕτως ὁ Βuttm. ἑρμηνεύει: ὄρη χιόνεσσι φάληρα ἐν Νικ. Θηρ. 461, χιονοσκεπῆ, λευκὰ ἐκ τῆς χιόνος, πρβλ. [[φαληριάω]]. (Ἐκ τοῦ [[φαλός]], ἡ, όν. πρβλ. [[φαλακρός]]).
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />tacheté de blanc.<br />'''Étymologie:''' DELG v. [[φαλός]].
}}
}}