ὑποτρέφω: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_13b)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑποτρέφω''': μέλλ. -θρέψω, [[ἀνατρέφω]] κρυφίως ἢ κατὰ διαδοχήν, σκύλακας Διονύσ. Ἁλ. 4. 81· πώγωνας (κοινῶς φέρεται ἀνατρέφειν) Διόδ. 3. 63. - Μέσ., κρυφίως [[περιθάλπω]], τόλμαν Ξεν. Κύρ. Παιδ. 2. 1, 17· τὴν χολὴν Λουκ. π. Διαβ. 24. - Παθ., αὐξάνομαι κατὰ διαδοχήν, Λατ. subnasci, Πλάτ. Πολ. 560Α.
|lstext='''ὑποτρέφω''': μέλλ. -θρέψω, [[ἀνατρέφω]] κρυφίως ἢ κατὰ διαδοχήν, σκύλακας Διονύσ. Ἁλ. 4. 81· πώγωνας (κοινῶς φέρεται ἀνατρέφειν) Διόδ. 3. 63. - Μέσ., κρυφίως [[περιθάλπω]], τόλμαν Ξεν. Κύρ. Παιδ. 2. 1, 17· τὴν χολὴν Λουκ. π. Διαβ. 24. - Παθ., αὐξάνομαι κατὰ διαδοχήν, Λατ. subnasci, Πλάτ. Πολ. 560Α.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> ὑπέτρεψα, <i>pf.</i> ὑποτέτροφα;<br /><b>1</b> nourrir secrètement, entretenir doucement, élever;<br /><b>2</b> laisser croître ; <i>Pass.</i> croître à la suite;<br /><i><b>Moy.</b></i> ὑποτρέφομαι entretenir en soi-même, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[τρέφω]].
}}
}}