3,277,121
edits
(6_13b) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑποτρέφω''': μέλλ. -θρέψω, [[ἀνατρέφω]] κρυφίως ἢ κατὰ διαδοχήν, σκύλακας Διονύσ. Ἁλ. 4. 81· πώγωνας (κοινῶς φέρεται ἀνατρέφειν) Διόδ. 3. 63. - Μέσ., κρυφίως [[περιθάλπω]], τόλμαν Ξεν. Κύρ. Παιδ. 2. 1, 17· τὴν χολὴν Λουκ. π. Διαβ. 24. - Παθ., αὐξάνομαι κατὰ διαδοχήν, Λατ. subnasci, Πλάτ. Πολ. 560Α. | |lstext='''ὑποτρέφω''': μέλλ. -θρέψω, [[ἀνατρέφω]] κρυφίως ἢ κατὰ διαδοχήν, σκύλακας Διονύσ. Ἁλ. 4. 81· πώγωνας (κοινῶς φέρεται ἀνατρέφειν) Διόδ. 3. 63. - Μέσ., κρυφίως [[περιθάλπω]], τόλμαν Ξεν. Κύρ. Παιδ. 2. 1, 17· τὴν χολὴν Λουκ. π. Διαβ. 24. - Παθ., αὐξάνομαι κατὰ διαδοχήν, Λατ. subnasci, Πλάτ. Πολ. 560Α. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ao.</i> ὑπέτρεψα, <i>pf.</i> ὑποτέτροφα;<br /><b>1</b> nourrir secrètement, entretenir doucement, élever;<br /><b>2</b> laisser croître ; <i>Pass.</i> croître à la suite;<br /><i><b>Moy.</b></i> ὑποτρέφομαι entretenir en soi-même, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[τρέφω]]. | |||
}} | }} |