νόσος: Difference between revisions

sl1
(Autenrieth)
(sl1)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=see [[νοῦσος]].
|auten=see [[νοῦσος]].
}}
{{Slater
|sltr=[[νόσος]], νοῡσος</b> (ἡ: νόσοι, -ων, -ους; νούσῳ, -ον, -ων.)<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b>[[illness]], [[affliction]] ὀξείας δὲ νόσους [[ἀπαλάλκοι]] (sc. [[Ζεύς]]) (O. 8.85) Ἀσκλαπιόν, ἥροα παντοδαπᾶν ἀλκτῆρα νούσων (P. 3.7) πολυπήμονας ἀνθρώποισιν ἰᾶσθαι νόσους (P. 3.46) ἰατῆρα θερμᾶν νόσων (P. 3.66) βαρειᾶν νόσων ἀκέσματ (P. 5.63) νόσοι δ' [[οὔτε]] [[γῆρας]] [[οὐλόμενον]] κέκραται ἱερᾷ γενεᾷ (P. 10.41) Ἰάλεμον ὠμοβόλῳ νούσῳ πεδαθέντα [[σθένος]] Θρ. 3. 10. met., ἀλλ' εὔχεται οὐλομέναν νοῦσον διαντλήσαις ποτὲ οἶκον [[ἰδεῖν]] (sc. Δαμόφιλος, [[who]] suffers the miseries of [[exile]]) (P. 4.293)
}}
}}