ἐρίπλευρος: Difference between revisions

21
(6_17)
(21)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐρίπλευρος''': -ον, ἔχων ἰσχυρὰς πλευράς, [[στιβαρός]], Πινδ. Π. 4. 419.
|lstext='''ἐρίπλευρος''': -ον, ἔχων ἰσχυρὰς πλευράς, [[στιβαρός]], Πινδ. Π. 4. 419.
}}
{{Slater
|sltr=[[ἐρίπλευρος]], -ον</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[strong]] ribbed ἐμβάλλων τ' ἐριπλεύρῳ φυᾷ [[κέντρον]] αἰανὲς of oxen (P. 4.235)
}}
}}