εὔδοξος: Difference between revisions

SL_1
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
(SL_1)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui jouit d’un bonne réputation, renommé, célèbre, glorieux ; [[νέας]] εὐδοξοτάτας HDT navires réputés excellents;<br /><i>Cp.</i> εὐδοξότερος, <i>Sp.</i> εὐδοξότατος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[δόξα]].
|btext=ος, ον :<br />qui jouit d’un bonne réputation, renommé, célèbre, glorieux ; [[νέας]] εὐδοξοτάτας HDT navires réputés excellents;<br /><i>Cp.</i> εὐδοξότερος, <i>Sp.</i> εὐδοξότατος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[δόξα]].
}}
{{Slater
|sltr=[[εὔδοξος]], -ον</b> (-ος, -ῳ, -ον; -ων, -οις: -οις, -α.) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[glorious]] of [[people]], things. εὔδοξον Ἱπποδάμειαν (O. 1.70) κόλποις παρ' εὐδόξοις Πίσας (Bergk: εὐδόξοιο codd.) (O. 14.23) εὔδοξον ἅρματι νίκαν (P. 6.17) εὐδόξῳ Μίδᾳ (P. 12.5) [[εὔδοξος]] ἀείδεται Σωγένης pr. (N. 7.8) εἴ [[τις]] εὐδόξων ἐς [[ἀνδρῶν]] ἄγοι τιμὰς Ἑλικωνιάδων (I. 2.34) εὐτυχήσαις ἢ σὺν εὐδόξοις ἀέθλοις ἢ σθένει πλούτου (I. 3.1) Κλεάνδρῳ [[τις]] ἁλικίᾳ τε [[λύτρον]] εὔδοξον, ὦ νέοι, καμάτων ἀνεγειρέτω κῶμον (I. 8.1) καὶ τέκ' εὔδοξο[ν (supp. Bury) Δ. 2. 3. καὶ τὸν Ἰάσονος εὔδοξον πλόον (byz.: ἔνδοξον cod. unus; om. [[alter]]) fr. 172. 6. εὔδ]οξα Μοίσαις[ (supp. Snell) fr. 215b. 8.
}}
}}