διφρήλατος: Difference between revisions

big3_12
(6_17)
(big3_12)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διφρήλᾰτος''': -ον, ὁ ἐπὶ δίφρου φερόμενος, Εὐρ. Ὑποθ. Ρήσ.
|lstext='''διφρήλᾰτος''': -ον, ὁ ἐπὶ δίφρου φερόμενος, Εὐρ. Ὑποθ. Ρήσ.
}}
{{DGE
|dgtxt=(διφρήλᾰτος) -ον<br />[[llevado por un carro]] Ἡώς E.<i>Fr</i>.660aSn., Agatho 32 (cj.).
}}
}}