βαστακτικός: Difference between revisions

big3_8
(6_10)
(big3_8)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''βαστακτικός''': -ή, -όν, [[κατάλληλος]] πρὸς τὸ βαστάζειν. -Ἐπίρρ. –κῶς, πρὸς ἐξήγ. τοῦ [[ἀέρδην]], Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Αγ. 240.
|lstext='''βαστακτικός''': -ή, -όν, [[κατάλληλος]] πρὸς τὸ βαστάζειν. -Ἐπίρρ. –κῶς, πρὸς ἐξήγ. τοῦ [[ἀέρδην]], Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Αγ. 240.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[que soporta]], [[capaz de soportar]] Eust.243.37.<br /><b class="num">2</b> adv. -ῶς [[en volandas]] Sch.A.<i>A</i>.234b.
}}
}}