αὐτουργικός: Difference between revisions

big3_8
(6_10)
(big3_8)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''αὐτουργικός''': -ή, -όν, [[πρόθυμος]] ἢ ἰκανὸς νὰ ἐργασθῇ διὰ τῶν ἰδίων του χειρῶν, Μ. Ἀντων. 1. 5· [[ἐπιμελής]], [[ἐργατικός]], Μουσώνιος παρὰ Στοβ. σ. 370. 11: ― Ἐπίρρ. -κῶς, διὰ τοῦ ἰδίου κόπου, Κλήμ. Ἀλ. 283. ΙΙ. ἡ αὐτουργική (ἐνν. [[τέχνη]]) τοῦ κατασκευάζειν πραγματικόν τι καὶ οὐχὶ ἁπλοῦν [[ὁμοίωμα]] ([[εἴδωλον]]), Πλάτ. Σοφ. 266D.
|lstext='''αὐτουργικός''': -ή, -όν, [[πρόθυμος]] ἢ ἰκανὸς νὰ ἐργασθῇ διὰ τῶν ἰδίων του χειρῶν, Μ. Ἀντων. 1. 5· [[ἐπιμελής]], [[ἐργατικός]], Μουσώνιος παρὰ Στοβ. σ. 370. 11: ― Ἐπίρρ. -κῶς, διὰ τοῦ ἰδίου κόπου, Κλήμ. Ἀλ. 283. ΙΙ. ἡ αὐτουργική (ἐνν. [[τέχνη]]) τοῦ κατασκευάζειν πραγματικόν τι καὶ οὐχὶ ἁπλοῦν [[ὁμοίωμα]] ([[εἴδωλον]]), Πλάτ. Σοφ. 266D.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>ref. a pers. [[que trabaja con sus manos]], [[industrioso]] τὸ αὐ. καὶ ἀπολύπραγμον M.Ant.1.5, αὐτουργικοὶ καὶ φιλόπονοι ὄντες Muson.<i>Fr</i>.11.<br /><b class="num">2</b> subst. ἡ αὐ. [[que produce cosas reales]] op. εἰδωλοποιική Pl.<i>Sph</i>.266d.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς [[con sus propias manos]] ἔτι δὲ αὐ. προκομίζειν χρὴ ἐκ τοῦ ταμιείου τὰς γυναῖκας ὧν δεοίμεθα Clem.Al.<i>Paed</i>.3.10.49<br /><b class="num">•</b>[[sin ninguna ayuda]] del Creador τὰ τῆς ἀνακτίσεως ... αὐ. αὐτὸς ὑπεδύσατο Leont.H.<i>Nest</i>.M.86.1469B.
}}
}}