εἰδύλος: Difference between revisions

big3_13
(6_16)
(big3_13)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''εἰδύλος''': -ον, = [[εἰδήμων]], Ἐτυμολ. Μ. 295. 30· θηλ. εἰδυλίς, ίδος, Καλλ. Ἀποσπ. 451· ὁ Ἡσύχ. [[ὡσαύτως]] ἔχει [[ἴδημα]] (ὅ ἐ. [[εἴδημα]]), = [[μάθημα]].
|lstext='''εἰδύλος''': -ον, = [[εἰδήμων]], Ἐτυμολ. Μ. 295. 30· θηλ. εἰδυλίς, ίδος, Καλλ. Ἀποσπ. 451· ὁ Ἡσύχ. [[ὡσαύτως]] ἔχει [[ἴδημα]] (ὅ ἐ. [[εἴδημα]]), = [[μάθημα]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-η, -ον<br />[[sabio]], [[inteligente]], <i>EM</i> 295.30, 32G., <i>Anecd.Ludw</i>.15.17.
}}
}}