ἄλλιξ: Difference between revisions

big3_3
(6_12)
(big3_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄλλιξ''': -ῐκος, ἡ, Λατ. alicula, ἀνδρικὸν [[ἐπανωφόριον]], Εὐφορ. Ἀποσπ. 112, Καλλ. Ἀποσπ. 149, ἴδε Μυλλέρ. Ἀρχαιολ. τῆς τέχνης 3, 337. 6: [[ὡσαύτως]] ἄλληξ, ηκος, ἡ, Ἐτυμ. Μ. πρβλ. καὶ Ἡσύχ.
|lstext='''ἄλλιξ''': -ῐκος, ἡ, Λατ. alicula, ἀνδρικὸν [[ἐπανωφόριον]], Εὐφορ. Ἀποσπ. 112, Καλλ. Ἀποσπ. 149, ἴδε Μυλλέρ. Ἀρχαιολ. τῆς τέχνης 3, 337. 6: [[ὡσαύτως]] ἄλληξ, ηκος, ἡ, Ἐτυμ. Μ. πρβλ. καὶ Ἡσύχ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ῐκος, ἡ<br />cierta [[prenda con mangas]] ἄλλικα χρυσείῃσιν ἐεργομένην ἐνετῇσιν Call.<i>Fr</i>.253.11, Euph.156<br /><b class="num">•</b>sujeta con broche o tiras de púrpura, Hsch.α 3170, <i>EM</i> 902, propia de los tesalios <i>EM</i> 902.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Etim. desc. Prob. de aquí viene lat. <i>ālicula</i>.
}}
}}