ἀσταγής: Difference between revisions

big3_7
(6_7)
(big3_7)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀστᾰγής''': -ές, ὁ μὴ στάζων, ἀσταγὴς [[κρύσταλλος]], ἰσχυρῶς κρυσταλλωθεὶς [[πάγος]], Σοφ. Ἀποσπ. 162. ΙΙ. ὁ μὴ στάζων, ἀλλὰ ῥέων ἐπὶ δακρύων, τὰ δ’ ἔρρεεν ἀσταγὲς [[αὔτως]] (κοιν. ἀστεγὲς) Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 805, Valck. Ad. σ. 228.
|lstext='''ἀστᾰγής''': -ές, ὁ μὴ στάζων, ἀσταγὴς [[κρύσταλλος]], ἰσχυρῶς κρυσταλλωθεὶς [[πάγος]], Σοφ. Ἀποσπ. 162. ΙΙ. ὁ μὴ στάζων, ἀλλὰ ῥέων ἐπὶ δακρύων, τὰ δ’ ἔρρεεν ἀσταγὲς [[αὔτως]] (κοιν. ἀστεγὲς) Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 805, Valck. Ad. σ. 228.
}}
{{DGE
|dgtxt=(ἀστᾰγής) -ές<br /><b class="num">1</b> [[que fluye a borbotones]] ὕδωρ Call.<i>Fr</i>.317, [[αἷμα]] Nic.<i>Th</i>.307, ἀστεγὲς [[δάκρυ]] prob. f.l. <i>App.Anth</i>.3.198<br /><b class="num">•</b>neutr. como adv. τὰ δ' ἔρρεεν ἀσταγές y éstas (las lágrimas) fluían a borbotones</i> A.R.3.805.<br /><b class="num">2</b> [[que cae a raudales]] νιφετός Nonn.<i>D</i>.1.302.
}}
}}