ἀσύζωος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
(6_18)
 
(big3_7)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀσύζωος''': -ον, ὁ μὴ ζῶν [[ὁμοῦ]], ὁ μὴ συζῶν, Διον. Ἀρεοπ. σ. 104.
|lstext='''ἀσύζωος''': -ον, ὁ μὴ ζῶν [[ὁμοῦ]], ὁ μὴ συζῶν, Διον. Ἀρεοπ. σ. 104.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[que no vive junto]], fig. [[no unido]] a Dios μὴ τοῖς φθοροποιοῖς πάθεσι κατανεκρωθέντες ... ἀσύζωοι γενώμεθα Dion.Ar.<i>EH</i> M.3.444B.
}}
}}

Latest revision as of 12:18, 21 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

ἀσύζωος: -ον, ὁ μὴ ζῶν ὁμοῦ, ὁ μὴ συζῶν, Διον. Ἀρεοπ. σ. 104.

Spanish (DGE)

-ον
que no vive junto, fig. no unido a Dios μὴ τοῖς φθοροποιοῖς πάθεσι κατανεκρωθέντες ... ἀσύζωοι γενώμεθα Dion.Ar.EH M.3.444B.