διοχλίζω: Difference between revisions

big3_12
(6_13a)
(big3_12)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''διοχλίζω''': μέλλ. -ίσω, [[διανοίγω]], Νίκ. Ἀλ. 226, Ἡσύχ. «ἀνακινῶ».
|lstext='''διοχλίζω''': μέλλ. -ίσω, [[διανοίγω]], Νίκ. Ἀλ. 226, Ἡσύχ. «ἀνακινῶ».
}}
{{DGE
|dgtxt=[[forzar para abrir]], [[abrir en dos]] στόμα Nic.<i>Al</i>.226 (tm.), τάφους Gr.Naz.M.37.869, cf. Hsch., Sch.Nic.<i>Al</i>.452a, Eust.<i>Op</i>.150.79.
}}
}}