ἐναλαζονεύομαι: Difference between revisions

big3_14
(6_5)
(big3_14)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐναλαζονεύομαι''': Ἀποθ., [[ἀλαζονεύομαι]] ἔν τινι, [[κομπάζω]], μεγαλαυχῶ, Σχόλ. εἰς Θουκ. 6. 12.
|lstext='''ἐναλαζονεύομαι''': Ἀποθ., [[ἀλαζονεύομαι]] ἔν τινι, [[κομπάζω]], μεγαλαυχῶ, Σχόλ. εἰς Θουκ. 6. 12.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[jactarse]], [[vanagloriarse]] c. dat. μὴ ἐμπομπεύειν καὶ ἐναλαζ[ον] εύεσ[θαι ταῖς] ἐνδείαις τῶν πενομένων Didym.<i>Gen</i>.180.4, glos. a [[ἐλλαμπρύνομαι]] Sch.Th.6.12.
}}
}}