κλυδωνίζομαι: Difference between revisions

strοng
(6_20)
(strοng)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''κλῠδωνίζομαι''': Παθ., πληροῦμαι κυμάτων, κυμαίνομαι, ταράττομαι, Ἡσύχ.· διαρρίπτομαι ὡς ὑπὸ κυμάτων, παντὶ ἀνέμῳ Ἐπιστ. πρ. Ἐφεσ. 4. 14· ― ἐν τῷ ἐνεργ., Ἰωσήπ. Γένεσ. 35Β.
|lstext='''κλῠδωνίζομαι''': Παθ., πληροῦμαι κυμάτων, κυμαίνομαι, ταράττομαι, Ἡσύχ.· διαρρίπτομαι ὡς ὑπὸ κυμάτων, παντὶ ἀνέμῳ Ἐπιστ. πρ. Ἐφεσ. 4. 14· ― ἐν τῷ ἐνεργ., Ἰωσήπ. Γένεσ. 35Β.
}}
{{StrongGR
|strgr=[[middle]] [[voice]] from [[κλύδων]]; to [[surge]], i.e. ([[figuratively]]) to [[fluctuate]]: [[toss]] to and [[fro]].
}}
}}