άποικος: Difference between revisions

From LSJ

ὅνος λύρας ἀκούει κινῶν τά ὦτα → a donkey hears the lyre and wiggles its ears, caviar to the general

Source
(5)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ἄποικος]])<br />ο [[κάτοικος]] αποικίας, αυτός που έλαβε [[μέρος]] σε αποικισμό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[μακριά]] από την [[πατρίδα]] του<br /><b>2.</b> «[[ἄποικος]] [[πόλις]]» — η [[αποικία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>απ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[οίκος]] «[[σπίτι]], [[πατρίδα]]»].
|mltxt=ο (Α [[ἄποικος]])<br />ο [[κάτοικος]] αποικίας, αυτός που έλαβε [[μέρος]] σε αποικισμό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[μακριά]] από την [[πατρίδα]] του<br /><b>2.</b> «[[ἄποικος]] [[πόλις]]» — η [[αποικία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>απ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[οίκος]] «[[σπίτι]], [[πατρίδα]]»].
}}
}}

Latest revision as of 21:55, 29 December 2020

Greek Monolingual

ο (Α ἄποικος)
ο κάτοικος αποικίας, αυτός που έλαβε μέρος σε αποικισμό
αρχ.
1. αυτός που βρίσκεται μακριά από την πατρίδα του
2. «ἄποικος πόλις» — η αποικία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < απ(ο)- + οίκος «σπίτι, πατρίδα»].