αγλαόμορφος: Difference between revisions

From LSJ

Τῶν εὐτυχούντων πάντες εἰσὶ συγγενεῖς → Felicium se quisque cognatum vocat → Ein jeder wähnt sich mit den Glücklichen verwandt

Menander, Monostichoi, 510
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀγλαόμορφος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[λαμπρή]], ωραία [[μορφή]]<br /><b>2.</b> ως επίθ. του θεού Διονύσου (CIG 1, 38).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀγλαός]] <span style="color: red;">+</span> [[μορφή]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀγλαόμορφος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[λαμπρή]], ωραία [[μορφή]]<br /><b>2.</b> ως επίθ. του θεού Διονύσου (CIG 1, 38).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀγλαός]] <span style="color: red;">+</span> [[μορφή]].
}}
}}

Latest revision as of 22:19, 29 December 2020

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀγλαόμορφος, -ον)
1. αυτός που έχει λαμπρή, ωραία μορφή
2. ως επίθ. του θεού Διονύσου (CIG 1, 38).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγλαός + μορφή.