Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αγχίμολος: Difference between revisions

From LSJ
Sophocles, Antigone, 883
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀγχίμολος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έρχεται [[κοντά]], που πλησιάζει<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>τὸ ἀγχίμολον</i>, [[πλησίον]], [[κοντά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄγχι]] <span style="color: red;">+</span> [[μολεῖν]].
|mltxt=[[ἀγχίμολος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έρχεται [[κοντά]], που πλησιάζει<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>τὸ ἀγχίμολον</i>, [[πλησίον]], [[κοντά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄγχι]] <span style="color: red;">+</span> [[μολεῖν]].
}}
}}

Latest revision as of 22:26, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀγχίμολος, -ον (Α)
1. αυτός που έρχεται κοντά, που πλησιάζει
2. (το ουδ. ως επίρρ.) τὸ ἀγχίμολον, πλησίον, κοντά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄγχι + μολεῖν.