αδιοίκητος: Difference between revisions
From LSJ
φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας → our love of what is beautiful does not lead to extravagance; our love of the things of the mind does not makes us soft
(1) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀδιοίκητος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει [[διοίκηση]], ο [[ακυβέρνητος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν έχει καλή [[διοίκηση]], παραμελημένος, κακοκυβέρνητος.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀδιοίκητος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει [[διοίκηση]], ο [[ακυβέρνητος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν έχει καλή [[διοίκηση]], παραμελημένος, κακοκυβέρνητος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>διοικῶ</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀδιοικησία]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:50, 29 December 2020
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀδιοίκητος, -ον)
αυτός που δεν έχει διοίκηση, ο ακυβέρνητος
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει καλή διοίκηση, παραμελημένος, κακοκυβέρνητος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητ. + διοικῶ.
ΠΑΡ. ἀδιοικησία].