ίξαλος: Difference between revisions

From LSJ

Μισῶ γε μέντοι χὤταν ἐν κακοῖσί τις ἁλοὺς ἔπειτα τοῦτο καλλύνειν θέλῃ → I hate it when someone is caught in the midst of their evil deeds and tries to gloss over them

Sophocles, Antigone, 495-496
(17)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο (Α [[ἴξαλος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[ίξαλος]]<br />[[γένος]] σπονδυλωτών της οικογένειας ρανίδες<br /><b>αρχ.</b><br />(επίθ. τών άγριων κατσικιών)<br /><b>1.</b> αυτός που πηδάει, ο [[ακμαίος]], ο [[ζωηρός]] («[[τόξον]] ἐΰξοον ἰξάλου αἰγὸς ἀγρίου», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> ευνουχισμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για μικρασιατικής προελεύσεως λ. άγνωστης ετυμολ.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ιξαλή]]].
|mltxt=-ο (Α [[ἴξαλος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[ίξαλος]]<br />[[γένος]] σπονδυλωτών της οικογένειας ρανίδες<br /><b>αρχ.</b><br />(επίθ. τών άγριων κατσικιών)<br /><b>1.</b> αυτός που πηδάει, ο [[ακμαίος]], ο [[ζωηρός]] («[[τόξον]] ἐΰξοον ἰξάλου αἰγὸς ἀγρίου», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> ευνουχισμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Πρόκειται για μικρασιατικής προελεύσεως λ. άγνωστης ετυμολ.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ιξαλή]]].
}}
}}

Latest revision as of 22:10, 29 December 2020

Greek Monolingual

-ο (Α ἴξαλος, -ον)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο ίξαλος
γένος σπονδυλωτών της οικογένειας ρανίδες
αρχ.
(επίθ. τών άγριων κατσικιών)
1. αυτός που πηδάει, ο ακμαίος, ο ζωηρόςτόξον ἐΰξοον ἰξάλου αἰγὸς ἀγρίου», Ομ. Ιλ.)
2. ευνουχισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Πρόκειται για μικρασιατικής προελεύσεως λ. άγνωστης ετυμολ.
ΠΑΡ. αρχ. ιξαλή].