ασπιδόδηκτος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult

Source
(6)
 
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀσπιδόδηκτος]], -ον (Α)<br />αυτός που τον δάγκωσε [[ασπίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ασπίς]] (-[[ίδος]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>δηκτος</i> <span style="color: red;"><</span> [[δάκνω]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[άδηκτος]], [[καρδιόδηκτος]])].
|mltxt=[[ἀσπιδόδηκτος]], -ον (Α)<br />αυτός που τον δάγκωσε [[ασπίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ασπίς]] (-ίδος) <span style="color: red;">+</span> -<i>δηκτος</i> <span style="color: red;"><</span> [[δάκνω]] (πρβλ. [[άδηκτος]], [[καρδιόδηκτος]])].
}}
}}

Latest revision as of 14:11, 1 March 2024

Greek Monolingual

ἀσπιδόδηκτος, -ον (Α)
αυτός που τον δάγκωσε ασπίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ασπίς (-ίδος) + -δηκτος < δάκνω (πρβλ. άδηκτος, καρδιόδηκτος)].