καυσώ: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck

Menander, Monostichoi, 437
(20)
 
mNo edit summary
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=καυσῶ, -όω (Α)<br />[[καύσος]]<br /><b>1.</b> [[θερμαίνω]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>καυσοῡμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />α) καίγομαι με πολύ [[μεγάλη]] [[θερμότητα]] («στοιχεῑα δὲ καυσούμενα λυθήσονται», ΚΔ)<br />β) [[υποφέρω]] από τον διαλείποντα πυρετό καύσο.
|mltxt=[[καυσῶ]], [[καυσόω]] (Α)<br />[[καύσος]]<br /><b>1.</b> [[θερμαίνω]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> [[καυσοῦμαι]], [[καυσόομαι]]<br />α) καίγομαι με πολύ [[μεγάλη]] [[θερμότητα]] («στοιχεῖα δὲ καυσούμενα λυθήσονται», ΚΔ)<br />β) [[υποφέρω]] από τον διαλείποντα πυρετό καύσο.
}}
}}

Latest revision as of 20:06, 29 January 2022

Greek Monolingual

καυσῶ, καυσόω (Α)
καύσος
1. θερμαίνω
2. παθ. καυσοῦμαι, καυσόομαι
α) καίγομαι με πολύ μεγάλη θερμότητα («στοιχεῖα δὲ καυσούμενα λυθήσονται», ΚΔ)
β) υποφέρω από τον διαλείποντα πυρετό καύσο.