μεταγωγικός: Difference between revisions
From LSJ
Ἐν νυκτὶ βουλὴ τοῖς σοφοῖσι γίγνεται → A nocte sapiens capere consilium solet → Die Weisen überkommt des Nachts ein guter Plan
(24) |
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Μ [[μεταγωγικός]], -ή, -όν) [[μεταγωγή]]<br />ο [[ικανός]] ή [[κατάλληλος]] να μεταφέρει, [[μεταφορικός]] («[[μεταγωγικό]] [[σώμα]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b | |mltxt=-ή, -ό (Μ [[μεταγωγικός]], -ή, -όν) [[μεταγωγή]]<br />ο [[ικανός]] ή [[κατάλληλος]] να μεταφέρει, [[μεταφορικός]] («[[μεταγωγικό]] [[σώμα]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[μεταγωγικό]]<br />μεταφορικό [[μέσο]], [[κυρίως]] του στρατού, όπως ζώο, όχημα, [[αεροσκάφος]], [[πλοίο]], το οποίο χρησιμοποιείται για στρατιωτικές μεταφορές. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[μεταγωγικῶς]] (Μ)<br />[[κατά]] [[μεταγωγή]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:25, 14 January 2019
Greek Monolingual
-ή, -ό (Μ μεταγωγικός, -ή, -όν) μεταγωγή
ο ικανός ή κατάλληλος να μεταφέρει, μεταφορικός («μεταγωγικό σώμα»)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το μεταγωγικό
μεταφορικό μέσο, κυρίως του στρατού, όπως ζώο, όχημα, αεροσκάφος, πλοίο, το οποίο χρησιμοποιείται για στρατιωτικές μεταφορές.
επίρρ...
μεταγωγικῶς (Μ)
κατά μεταγωγή.