αμετάτρεπτος: Difference between revisions
From LSJ
Φερσεφόνας κυάνεος θάλαμος → dark chamber of Persephone
(3) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀμετάτρεπτος]], -ον)<br />αυτός που δεν μετατράπηκε ή δεν [[είναι]] δυνατό να μετατραπεί, [[σταθερός]], [[αμετάβλητος]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἀμετάτρεπτος]], -ον)<br />αυτός που δεν μετατράπηκε ή δεν [[είναι]] δυνατό να μετατραπεί, [[σταθερός]], [[αμετάβλητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μετατρέπω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀμετατρεψία]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 23:29, 29 December 2020
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀμετάτρεπτος, -ον)
αυτός που δεν μετατράπηκε ή δεν είναι δυνατό να μετατραπεί, σταθερός, αμετάβλητος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < μετατρέπω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμετατρεψία].