ἀρκτεύω: Difference between revisions
(6) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=arkteyo | |Transliteration C=arkteyo | ||
|Beta Code=a)rkteu/w | |Beta Code=a)rkteu/w | ||
|Definition= | |Definition=[[serve as an]] ἄρκτος ''ΙΙ'', Lys.''Fr.''82:—in Med., Sch.Ar. ''Lys.''645. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[hacer de osa]] (cf. [[ἄρκτος]] I 2) las muchachas atenienses en las fiestas en honor de Ártemis Brauronia, Lys.<i>Fr</i>.249S., cf. Hsch.s.u. [[ἀρκτεία]], tb. en v. med., Poll.5.81, Sch.Ar.<i>Lys</i>.645, cf. Sud.s.u. [[ἄρκτος]] ἢ Βραυρωνίοις. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀρκτεύω''': ὑπηρετῶ ὡς ἄρκτος (σημ. ΙΙ.), «ἀρκτεῦσαι… τὸ καθιερωθῆναι πρὸ γάμων τὰς παρθένους τῇ Ἀρτεμίδι τῇ Μουνυχίᾳ ἢ τῇ Βραυρωνίᾳ… ὅτι δὲ αἱ ἀρκτευόμεναι παρθένοι ἄρκτοι καλοῦνται [[Εὐριπίδης]] Ὑψιπύλῃ, Ἀριστοφάνης… Λυσιστράτῃ» Ἁρπ. ἐν λ.: ― οὕτω καὶ ἐν τῷ μέσ., Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Λυσ. 645. | |lstext='''ἀρκτεύω''': ὑπηρετῶ ὡς ἄρκτος (σημ. ΙΙ.), «ἀρκτεῦσαι… τὸ καθιερωθῆναι πρὸ γάμων τὰς παρθένους τῇ Ἀρτεμίδι τῇ Μουνυχίᾳ ἢ τῇ Βραυρωνίᾳ… ὅτι δὲ αἱ ἀρκτευόμεναι παρθένοι ἄρκτοι καλοῦνται [[Εὐριπίδης]] Ὑψιπύλῃ, Ἀριστοφάνης… Λυσιστράτῃ» Ἁρπ. ἐν λ.: ― οὕτω καὶ ἐν τῷ μέσ., Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Λυσ. 645. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀρκτεύω]] (Α) [[άρκτος]]<br />[[υπηρετώ]] ως [[άρκτος]] της Βραυρωνίας Αρτέμιδος (<b>βλ.</b> [[Αρκτεία]]). | |mltxt=[[ἀρκτεύω]] (Α) [[άρκτος]]<br />[[υπηρετώ]] ως [[άρκτος]] της Βραυρωνίας Αρτέμιδος (<b>βλ.</b> [[Αρκτεία]]). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:16, 25 August 2023
English (LSJ)
serve as an ἄρκτος ΙΙ, Lys.Fr.82:—in Med., Sch.Ar. Lys.645.
Spanish (DGE)
hacer de osa (cf. ἄρκτος I 2) las muchachas atenienses en las fiestas en honor de Ártemis Brauronia, Lys.Fr.249S., cf. Hsch.s.u. ἀρκτεία, tb. en v. med., Poll.5.81, Sch.Ar.Lys.645, cf. Sud.s.u. ἄρκτος ἢ Βραυρωνίοις.
German (Pape)
[Seite 354] 1) zur Ehrenjungfrau der Diana Brauronia bestimmen, u. med., das Opfer verrichten, s. ἄρκτος 3; Lys. bei Harpocr.; Poll. 5, 82.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρκτεύω: ὑπηρετῶ ὡς ἄρκτος (σημ. ΙΙ.), «ἀρκτεῦσαι… τὸ καθιερωθῆναι πρὸ γάμων τὰς παρθένους τῇ Ἀρτεμίδι τῇ Μουνυχίᾳ ἢ τῇ Βραυρωνίᾳ… ὅτι δὲ αἱ ἀρκτευόμεναι παρθένοι ἄρκτοι καλοῦνται Εὐριπίδης Ὑψιπύλῃ, Ἀριστοφάνης… Λυσιστράτῃ» Ἁρπ. ἐν λ.: ― οὕτω καὶ ἐν τῷ μέσ., Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Λυσ. 645.
Greek Monolingual
ἀρκτεύω (Α) άρκτος
υπηρετώ ως άρκτος της Βραυρωνίας Αρτέμιδος (βλ. Αρκτεία).