αρραγής: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(6)
 
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (AM [[ἀρραγής]] [-οῡς], -ές)<br /><b>1.</b> ο [[ακλόνητος]], ο [[σταθερός]]<br /><b>2.</b> ο πολύ [[στερεός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει ρωγμές<br /><b>2.</b> (για το [[μάτι]]) αυτό που δεν ξεσπάει σε δάκρυα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> -<i>ρραγής</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ερράγην</i>, β' παθ. αόρ. του ρ. [[ρήγνυμι]]].
|mltxt=-ές (AM [[ἀρραγής]] [-οῦς], -ές)<br /><b>1.</b> ο [[ακλόνητος]], ο [[σταθερός]]<br /><b>2.</b> ο πολύ [[στερεός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει ρωγμές<br /><b>2.</b> (για το [[μάτι]]) αυτό που δεν ξεσπάει σε δάκρυα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> -<i>ρραγής</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ερράγην</i>, β' παθ. αόρ. του ρ. [[ρήγνυμι]]].
}}
}}

Latest revision as of 19:50, 13 June 2022

Greek Monolingual

-ές (AM ἀρραγής [-οῦς], -ές)
1. ο ακλόνητος, ο σταθερός
2. ο πολύ στερεός
αρχ.
1. αυτός που δεν έχει ρωγμές
2. (για το μάτι) αυτό που δεν ξεσπάει σε δάκρυα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + -ρραγής < ερράγην, β' παθ. αόρ. του ρ. ρήγνυμι].