εσπέρας: Difference between revisions

From LSJ

βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink

Source
(14)
 
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM ἑσπέρας<br />Μ και ἁσπέρας)<br />η [[εσπέρα]], το [[βράδυ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Από τη γενική του ουσ. [[εσπέρα]]. Το ουδ. [[γένος]] της λέξεως αναλογικά [[προς]] το αντίθετό του <i>το [[πρωί]]].
|mltxt=το (AM ἑσπέρας<br />Μ και ἁσπέρας)<br />η [[εσπέρα]], το [[βράδυ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Από τη γενική του ουσ. [[εσπέρα]]. Το ουδ. [[γένος]] της λέξεως αναλογικά [[προς]] το αντίθετό του το [[πρωί]]].
}}
}}

Latest revision as of 12:20, 14 January 2019

Greek Monolingual

το (AM ἑσπέρας
Μ και ἁσπέρας)
η εσπέρα, το βράδυ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από τη γενική του ουσ. εσπέρα. Το ουδ. γένος της λέξεως αναλογικά προς το αντίθετό του το πρωί].