εύθρους: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
(15)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=εὔθρους, -ουν και ἐΰθροος, -ον (Α)<br />αυτός που ηχεί [[δυνατά]] ή καλά («εὔθροα τύμπανα»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[θρους]]].
|mltxt=[[εὔθρους]], εὔθρουν και [[ἐΰθροος]], -ον (Α)<br />αυτός που ηχεί [[δυνατά]] ή καλά («εὔθροα τύμπανα»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[θρους]]].
}}
}}

Latest revision as of 09:24, 14 November 2024

Greek Monolingual

εὔθρους, εὔθρουν και ἐΰθροος, -ον (Α)
αυτός που ηχεί δυνατά ή καλά («εὔθροα τύμπανα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θρους].