νυκτέριος: Difference between revisions

(27)
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=nykterios
|Transliteration C=nykterios
|Beta Code=nukte/rios
|Beta Code=nukte/rios
|Definition=α, ον, also ος, ον <span class="bibl">Luc.<span class="title">Peregr.</span>28</span> :— = foreg., <span class="bibl">Orph.<span class="title">H.</span>49.3</span> ; <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> γλαῦξ <span class="bibl">Arat. 999</span> ; ἔργον <span class="title">AP</span>9.403 (Maec.).</span>
|Definition=α, ον, also ος, ον Luc. ''Peregr.'' 28 ; = [[νυκτερινός]] ([[by night]], [[nightly]], [[of night]], [[nightly]], [[nocturnal]]), Orph. ''H.'' 49.3 ; [[γλαῦξ]] Arat. 999 ; ἔργον ''AP'' 9.403 (Maec.).
}}
{{bailly
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br /><i>c.</i> [[νυκτερινός]].
}}
{{pape
|ptext== [[νυκτερινός]]; [[ἔργον]], Qu.Maec. 11 (IX.403); Orph. περὶ σεισ. 57.
}}
{{elru
|elrutext='''νυκτέριος:''' и 2 Luc., Anth. = [[νυκτερινός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''νυκτέριος''': -α, -ον, καὶ ος, ον, Λουκ. Περεγρ. 28· = τῷ προηγ., Ὀρφ. Ὕμν. 48, Ἄρατ. 999, Ἀνθ. Π. 9. 403.
|lstext='''νυκτέριος''': -α, -ον, καὶ ος, ον, Λουκ. Περεγρ. 28· = τῷ προηγ., Ὀρφ. Ὕμν. 48, Ἄρατ. 999, Ἀνθ. Π. 9. 403.
}}
{{bailly
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br /><i>c.</i> [[νυκτερινός]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νυκτέριος]], -ία, -ον, θηλ. και -ος (Α) [[νύκτερος]]<br />[[νυχτερινός]].
|mltxt=[[νυκτέριος]], -ία, -ον, θηλ. και -ος (Α) [[νύκτερος]]<br />[[νυχτερινός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νυκτέριος:''' -α, -ον και -ος, -ον, = το προηγ., σε Λουκ., Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[νυκτέριος]], η, ον = νυκτερῐνός, Luc., Anth.]
}}
}}

Latest revision as of 12:35, 30 November 2022

English (LSJ)

α, ον, also ος, ον Luc. Peregr. 28 ; = νυκτερινός (by night, nightly, of night, nightly, nocturnal), Orph. H. 49.3 ; γλαῦξ Arat. 999 ; ἔργον AP 9.403 (Maec.).

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
c. νυκτερινός.

German (Pape)

νυκτερινός; ἔργον, Qu.Maec. 11 (IX.403); Orph. περὶ σεισ. 57.

Russian (Dvoretsky)

νυκτέριος: и 2 Luc., Anth. = νυκτερινός.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτέριος: -α, -ον, καὶ ος, ον, Λουκ. Περεγρ. 28· = τῷ προηγ., Ὀρφ. Ὕμν. 48, Ἄρατ. 999, Ἀνθ. Π. 9. 403.

Greek Monolingual

νυκτέριος, -ία, -ον, θηλ. και -ος (Α) νύκτερος
νυχτερινός.

Greek Monotonic

νυκτέριος: -α, -ον και -ος, -ον, = το προηγ., σε Λουκ., Ανθ.

Middle Liddell

νυκτέριος, η, ον = νυκτερῐνός, Luc., Anth.]