παράταση: Difference between revisions

m
Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ"
(31)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[παράτασις]], -άσεως, ή, ΝΜΑ [[παρατείνω]]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[παρατείνω]]<br /><b>2.</b> χρονική [[επιμήκυνση]], [[συνέχιση]], [[εξακολούθηση]] (α. «[[παράταση]] της ασθένειας» β. «εἰς μὲν παράτασιν σκαπτέτω τὰς ἀμπέλους, εἰς δὲ συντελείωσιν σκαψάτω τὰς ἀμπέλους», Απολλ. Δύσκ.),<br /><b>νεοελλ.</b><br />η πρόσθετη χρονική [[διάρκεια]] [[κατά]] την οποία συνεχίζεται η [[διεξαγωγή]] ορισμένων ομαδικών αγωνισμάτων, όπως π.χ. στο [[ποδόσφαιρο]], στην καλαθοσφαίριση κ.ά. και η οποία καθορίζεται από τον ειδικό κανονισμό [[κάθε]] αγωνίσματος<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[παράταση]] προθεσμίας»<br /><b>(νομ.)</b> η νόμιμη δικαστική ή συμβατική [[επιμήκυνση]] του χρόνου της έναρξης ή της λήξης ενός γεγονότος που δημιουργεί έννομα συμφέροντα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για άψυχα) [[διάταση]], [[τέντωμα]] («ἡ τῶν ἐντέρων [[παράτασις]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[έκταση]], [[επέκταση]], [[διάσταση]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «χρόνου [[παράτασις]]» — χρονική [[διάρκεια]] που παρατείνεται σε [[σχέση]] με [[άλλη]] [[πράξη]] («οὐ γὰρ παράτασιν χρόνου σημαίνει τὸ «οἱ δ' ἶξον», [[ἀλλά]] συντέλειαν», Μέγα Ετυμολογικόν)<br />β) «[[παράτασις]] τοῡ ἐνεστῶτος» — [[συνέχιση]] του παρόντος, Απολλ. Δύσκ.<br />γ) «παράτασιν δίδωμί τινι» — [[δίνω]] επί [[πλέον]] [[προθεσμία]], [[αναβάλλω]] την [[πληρωμή]] ενός χρηματικού ποσού.
|mltxt=η / [[παράτασις]], -άσεως, ή, ΝΜΑ [[παρατείνω]]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[παρατείνω]]<br /><b>2.</b> χρονική [[επιμήκυνση]], [[συνέχιση]], [[εξακολούθηση]] (α. «[[παράταση]] της ασθένειας» β. «εἰς μὲν παράτασιν σκαπτέτω τὰς ἀμπέλους, εἰς δὲ συντελείωσιν σκαψάτω τὰς ἀμπέλους», Απολλ. Δύσκ.),<br /><b>νεοελλ.</b><br />η πρόσθετη χρονική [[διάρκεια]] [[κατά]] την οποία συνεχίζεται η [[διεξαγωγή]] ορισμένων ομαδικών αγωνισμάτων, όπως π.χ. στο [[ποδόσφαιρο]], στην καλαθοσφαίριση κ.ά. και η οποία καθορίζεται από τον ειδικό κανονισμό [[κάθε]] αγωνίσματος<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[παράταση]] προθεσμίας»<br /><b>(νομ.)</b> η νόμιμη δικαστική ή συμβατική [[επιμήκυνση]] του χρόνου της έναρξης ή της λήξης ενός γεγονότος που δημιουργεί έννομα συμφέροντα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για άψυχα) [[διάταση]], [[τέντωμα]] («ἡ τῶν ἐντέρων [[παράτασις]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[έκταση]], [[επέκταση]], [[διάσταση]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «χρόνου [[παράτασις]]» — χρονική [[διάρκεια]] που παρατείνεται σε [[σχέση]] με [[άλλη]] [[πράξη]] («οὐ γὰρ παράτασιν χρόνου σημαίνει τὸ «οἱ δ' ἶξον», [[ἀλλά]] συντέλειαν», Μέγα Ετυμολογικόν)<br />β) «[[παράτασις]] τοῦ ἐνεστῶτος» — [[συνέχιση]] του παρόντος, Απολλ. Δύσκ.<br />γ) «παράτασιν δίδωμί τινι» — [[δίνω]] επί [[πλέον]] [[προθεσμία]], [[αναβάλλω]] την [[πληρωμή]] ενός χρηματικού ποσού.
}}
}}