ράγια: Difference between revisions

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source
(35)
 
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />η, Ν<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] υποτρηματικών χονδριχθύων, ευρύτερα γνωστών ως σελάχια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>raia</i> «[[σελάχι]]»].———————— <b>(II)</b><br />η, Ν<br /><b>τεχνολ.</b> <b>βλ.</b> [[ράγα]] (ΙΙI).
|mltxt=<b>(I)</b><br />η, Ν<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] υποτρηματικών χονδριχθύων, ευρύτερα γνωστών ως σελάχια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>raia</i> «[[σελάχι]]»].<br /> <b>(II)</b><br />η, Ν<br /><b>τεχνολ.</b> <b>βλ.</b> [[ράγα]] (ΙΙI).
}}
}}

Latest revision as of 11:55, 9 January 2019

Greek Monolingual

(I)
η, Ν
ζωολ. γένος υποτρηματικών χονδριχθύων, ευρύτερα γνωστών ως σελάχια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. raia «σελάχι»].
(II)
η, Ν
τεχνολ. βλ. ράγα (ΙΙI).