ρίψασπις: Difference between revisions

From LSJ

τῶν οἰκιῶν ὑμῶν ἐμπιπραμένων αὐτοὶ ᾄδετε → your homes are on fire and all you can do is sing

Source
(36)
 
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, η, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που ρίχνει την [[ασπίδα]] του και τρέπεται σε [[φυγή]] την ώρα της μάχης, αυτός που εγκαταλείπει τα όπλα από φόβο<br /><b>2.</b> (γενικά) [[φυγόμαχος]], [[δειλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] <span style="color: red;"><</span> [[ῥίπτω]] <span style="color: red;">+</span> [[ἀσπίς]], -[[ίδος]] (<b>πρβλ.</b> <i>μίκρ</i>-<i>ασπις</i>, <i>φέρ</i>-<i>ασπις</i>)].
|mltxt=ο, η, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που ρίχνει την [[ασπίδα]] του και τρέπεται σε [[φυγή]] την ώρα της μάχης, αυτός που εγκαταλείπει τα όπλα από φόβο<br /><b>2.</b> (γενικά) [[φυγόμαχος]], [[δειλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] <span style="color: red;"><</span> [[ῥίπτω]] <span style="color: red;">+</span> [[ἀσπίς]], -ίδος (<b>πρβλ.</b> [[μίκρασπις]], [[φέρασπις]])].
}}
}}

Latest revision as of 14:15, 1 March 2024

Greek Monolingual

ο, η, ΝΑ
1. αυτός που ρίχνει την ασπίδα του και τρέπεται σε φυγή την ώρα της μάχης, αυτός που εγκαταλείπει τα όπλα από φόβο
2. (γενικά) φυγόμαχος, δειλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < ῥίπτω + ἀσπίς, -ίδος (πρβλ. μίκρασπις, φέρασπις)].