συμπιεστότητα: Difference between revisions

From LSJ

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
(39)
 
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
(No difference)

Latest revision as of 19:45, 27 September 2022

Greek Monolingual

η, Ν
συμπιεστός
φυσ. ιδιότητα τών σωμάτων να μειώνουν τον όγκο τους, ως αποτέλεσμα της αύξησης της πίεσης στην οποία υποβάλλονται, το συμπιεστό.