υμνητής: Difference between revisions

From LSJ

ἐν μὲν γὰρ εἰρήνῃ καὶ ἀγαθοῖς πράγμασιν αἵ τε πόλεις καὶ οἱ ἰδιῶται ἀμείνους τὰς γνώμας ἔχουσι διὰ τὸ μὴ ἐς ἀκουσίους ἀνάγκας πίπτειν → in peace and prosperity states and individuals have better sentiments, because they do not find themselves suddenly confronted with imperious necessities

Source
(43)
 
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο / [[ὑμνητής]], ΝΜΑ, θηλ. [[υμνήτρια]] Ν, θηλ. [[ὑμνήτρια]] και [[ὑμνήστρια]] και [[ὑμνητρίς]], -[[ίδος]], Α<br /><b>1.</b> αυτός που ψάλλει ύμνους<br /><b>2.</b> αυτός που εξυμνεί, που επαινεί, [[εγκωμιαστής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑμνῶ</i>. Ο τ. [[ὑμνήστρια]] [[κατά]] το <i>ὀρχήσ</i>-<i>τρια</i>].
|mltxt=ο / [[ὑμνητής]], ΝΜΑ, θηλ. [[υμνήτρια]] Ν, θηλ. [[ὑμνήτρια]] και [[ὑμνήστρια]] και [[ὑμνητρίς]], -ίδος, Α<br /><b>1.</b> αυτός που ψάλλει ύμνους<br /><b>2.</b> αυτός που εξυμνεί, που επαινεί, [[εγκωμιαστής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑμνῶ</i>. Ο τ. [[ὑμνήστρια]] [[κατά]] το <i>ὀρχήσ</i>-<i>τρια</i>].
}}
}}

Latest revision as of 14:16, 1 March 2024

Greek Monolingual

ο / ὑμνητής, ΝΜΑ, θηλ. υμνήτρια Ν, θηλ. ὑμνήτρια και ὑμνήστρια και ὑμνητρίς, -ίδος, Α
1. αυτός που ψάλλει ύμνους
2. αυτός που εξυμνεί, που επαινεί, εγκωμιαστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑμνῶ. Ο τ. ὑμνήστρια κατά το ὀρχήσ-τρια].